Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών είχε προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά των αποφάσεων 1639/2024 και 1640/2024 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας με την Αίτηση Ακύρωση του διορισμού μελών των ανεξάρτητων αρχών ΕΣΡ και ΑΔΑΕ να κρίνεται ως παραδεκτή.
Σύμφωνα με τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, οι ανωτέρω αποφάσεις του ΣτΕ είχαν απορρίψει ως απαράδεκτες, λόγω υποτιθέμενης έλλειψης εννόμου συμφέροντος, τις Αιτήσεις Ακυρώσεως που είχε ασκήσει ο Σύλλογος κατά του διορισμού μελών των Ανεξάρτητων Αρχών ΕΣΡ (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης) και ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών), χωρίς την απαιτούμενη από το Σύνταγμα ειδική πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής.
Ενώπιον του ΕΔΑΔ, έχουν εγερθεί ζητήματα που αφορούν την παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο), καθώς και την παραβίαση των άρθρων 8 και 10 της Σύμβασης (σεβασμός ιδιωτικής ζωής και ελευθερία έκφρασης).
Όπως σημειώνει ο ΔΣΑ, η υπόθεση αναδεικνύει ζητήματα θεμελιώδους σημασίας για τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους και την προστασία του Κράτους Δικαίου, καθώς οι Ανεξάρτητες Αρχές αποτελούν βασικούς πυλώνες της Δημοκρατίας και της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών.
Συγκεκριμένα και όπως επίσημα ενημέρωσε το Δικαστήριο του Στρασβούργου, η προσφυγή του ΔΣΑ, σχετικά με την απόρριψη από το ΣτΕ (ως απαράδεκτης λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος) της Αίτησης Ακύρωσης του διορισμού μελών των ανεξάρτητων αρχών ΕΣΡ και ΑΔΑΕ, κρίθηκε ως παραδεκτή περνώντας από το αρχικό «φίλτρο» αυτό του ΕΔΑΔ.
Περαιτέρω χαρακτηρίστηκε ως «βαρύνουσας σημασίας» («impact case») και εξετάζεται, ως εκ τούτου, κατά προτεραιότητα από το Δικαστήριο, το οποίο προχώρησε στην κοινοποίηση της προσφυγής στην ελληνική κυβέρνηση και απηύθυνε προς τους διαδίκους ερωτήματα, τα οποία πρέπει να απαντηθούν έως το τέλος Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους.