Αν πιστέψεις τις Βρυξέλλες, το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης & Ασύλου είναι το «τέλος της κρίσης» και η αρχή μιας εποχής «προβλεψιμότητας» και «διαχείρισης». Ένα σετ δέκα κανονισμών που υπόσχονται να βάλουν τάξη εκεί όπου για μια δεκαετία υπήρχε μόνιμο improv: έκτακτες συνόδους, αγχωμένα Eurogroup, Μόριες, φράχτες, pushbacks. Το Σύμφωνο εγκρίθηκε πολιτικά στα τέλη του 2023, δημοσιεύτηκε το 2024 και τώρα μπαίνει στη φάση υλοποίησης, με πλήρη εφαρμογή από Ιούνιο 2026.
Στις αρχές Νοεμβρίου 2025, η Κομισιόν εγκαινίασε τον πρώτο Ετήσιο Κύκλο Διαχείρισης Μετανάστευσης, έναν μηχανισμό που κάθε χρόνο θα κάνει απογραφή της κατάστασης, θα βλέπει ποια κράτη είναι «υπό πίεση» και θα προτείνει την περίφημη «δεξαμενή αλληλεγγύης» – δηλαδή πόσους ανθρώπους θα πρέπει να αναλάβει ποιος, ή πόσα χρήματα θα πληρώσει για να μη τους αναλάβει.
Μάντεψε ποια χώρα βρίσκεται φυσικά στον πυρήνα αυτής της άσκησης:
η Ελλάδα, μαζί με Ιταλία, Ισπανία και Κύπρο, αναγνωρίζεται επίσημα ως κράτος «υπό μεταναστευτική πίεση» που δικαιούται ενισχυμένη ευρωπαϊκή στήριξη – θεωρητικά, σε μετά relocations ανθρώπων ή σε λεφτά.
Το αστείο (μαύρο) είναι ότι για πολλούς ανθρώπους που δουλεύουν στο πεδίο, η Ελλάδα δεν είναι απλώς «υπό πίεση». Είναι το ζωντανό εργαστήριο όπου δοκιμάζονται στην πράξη όλα αυτά που γράφονται στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, από το πώς θα γίνεται η «screening» μέχρι το πόσο μπορεί να τεντωθεί το διεθνές δίκαιο πριν σπάσει.
Τι αλλάζει στην πράξη στα νησιά και στα σύνορα
Ο πυρήνας του Συμφώνου είναι η ιδέα ότι όλα θα γίνονται «γρήγορα και στα σύνορα»: Προ-έλεγχος (screening) για όποιον φτάνει χωρίς χαρτιά. Ταυτοποίηση, λήψη αποτυπωμάτων, έλεγχος ασφάλειας και υγείας σε λίγες μέρες, πριν καν θεωρηθεί ότι «μπήκε» στη χώρα.
Συνοριακή διαδικασία ασύλου: για όσους θεωρούνται ότι έχουν μικρές πιθανότητες αναγνώρισης (π.χ. από χώρες με χαμηλά ποσοστά ασύλου), η αίτηση εξετάζεται μέσα σε λίγες εβδομάδες σε κλειστές ή ημίκλειστες δομές στα εξωτερικά σύνορα. Αν απορριφθεί, ακολουθεί επιτάχυνση επιστροφής και πάλι από τα σύνορα.
Στην ελληνική μετάφραση αυτό σημαίνει ότι τα hotspots στα νησιά (Λέσβος, Σάμος, Χίος, Κως, Λέρος), αλλά και νέα σημεία όπως η Γαύδος και η Κρήτη, αναβαθμίζονται σε ένα μόνιμο υβρίδιο κλειστού κέντρου, υπηρεσίας ασύλου, προαναχωρησιακής δομής και συνοριακού φυλακίου.
Η υπόσχεση των Βρυξελλών είναι «όχι άλλη Μόρια, αλλά δομές με δυνατότητα φιλοξενίας, screening, γρήγορες αποφάσεις, καλύτερη χρηματοδότηση».
Η πραγματικότητα, όπως τη φοβούνται πολλές οργανώσεις, είναι «ένα πιο εκλεπτυσμένο, νομιμοποιημένο σύστημα μακροχρόνιας κράτησης στα σύνορα, με ανθρώπους που θα ζουν για μήνες σε μια γκρίζα ζώνη ούτε-μέσα-ούτε-έξω».
Για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει τρία πολύ συγκεκριμένα πράγματα:
1) Αυξημένη ευθύνη να έχει υποδομές, προσωπικό, αστυνομία, δικαστήρια και υπηρεσίες ασύλου ικανές να αντέξουν αυτό το «γρήγορο σύστημα» – γιατί αν καθυστερεί, η εξαίρεση γίνεται κανόνας.
2) Περισσότερη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, αλλά δεμένη με performance: λεφτά θα υπάρχουν, αλλά με KPI σε ροές, επιστροφές, χωρητικότητες.
3) Μόνιμο καθεστώς μεταβατικότητας στα νησιά: ποτέ δεν θα είναι «ήσυχα», πάντα θα είναι «δοκιμαστικό πεδίο» νέων ρυθμίσεων.
«Απαγόρευση ασύλου», pushbacks και κράτος δικαίου
Εκεί που το Σύμφωνο παίρνει σκοτεινότερες αποχρώσεις είναι στο πώς συνδέεται με αυτό που ήδη συμβαίνει στο πεδίο.
Οργανώσεις όπως η Heinrich-Böll, η RSA, η ECRE, η PICUM κ.ά. προειδοποιούν ότι ο συνδυασμός σκληρών συνοριακών διαδικασιών, εξωτερικοποίησης (deals με τρίτες χώρες) και έλλειψης πραγματικής εποπτείας οδηγεί de facto σε ένα ευρωπαϊκό σύστημα «αποτροπής με νομικά γάντια».
Στην Ελλάδα, αυτό δεν είναι θεωρία: Εκθέσεις οργανώσεων και think tanks περιγράφουν μια πολιτική αποτροπής που συνδυάζει φράχτες, αυστηρούς ελέγχους, πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες και – σύμφωνα με καταγγελίες – συστηματικά pushbacks στο Αιγαίο και στον Έβρο.
Τον Ιούλιο του 2025, σύμφωνα με άρθρο της Heinrich-Böll Θεσσαλονίκης, η Ελλάδα κατηγορήθηκε ότι πήρε μια «ριζική, αν και όχι απροσδόκητη» απόφαση: να απαγορεύσει σε όσους φτάνουν με βάρκες από τη Βόρεια Αφρική προς Κρήτη και Γαύδο να καταθέτουν αίτημα ασύλου, κίνηση που το ίδρυμα χαρακτηρίζει «υπόδειγμα παραβίασης του ευρωπαϊκού δικαίου ασύλου».
Με άλλα λόγια, το ερώτημα δεν είναι μόνο τι γράφει το Σύμφωνο.
Είναι τι θα συμβεί όταν ένα πλαίσιο που δίνει μεγαλύτερη ευελιξία στα σύνορα συναντήσει μια χώρα που ήδη έχει δοκιμάσει την τακτική «ασφάλεια πρώτα, δικαιώματα αν προλάβουμε».
Η Κομισιόν λέει ότι ο νέος μηχανισμός ανεξάρτητης παρακολούθησης στα σύνορα θα εγγυάται τον σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα.
Οι οργανώσεις απαντούν ότι, χωρίς πολιτική βούληση και πρόσβαση στο πεδίο, ακόμη και ο καλύτερος μηχανισμός μένει στα χαρτιά.
Και κάπου ανάμεσα, η Ελλάδα κινδυνεύει να γίνει αυτό που προσπαθεί να αποφύγει: σύμβολο της «γκρι ζώνης» ανάμεσα στο κράτος δικαίου και την realpolitik της αποτροπής.
Το Σύμφωνο ως εργαλείο εσωτερικής πολιτικής
Αν υπάρχει ένα σημείο όπου το μεταναστευτικό ξεπερνά τα papers της ΕΕ και μπαίνει στην καθαρή πολιτική, είναι εδώ.
Στην Ελλάδα, η ρητορική «ασφάλεια–σύνορα–τάξη» έχει γίνει κεντρικός άξονας πολιτικής τα τελευταία χρόνια:
-«Φυλάμε τα σύνορα της Ευρώπης»,
-«Δεν θα ξαναζήσουμε καταστάσεις 2015»,
-«Τελειώσαμε με τη λογική της χώρας-ξενώνα».
Το νέο Σύμφωνο προσφέρει ένα βολικό πλαίσιο: από τη μια, νομιμοποιεί αυτή τη γραμμή («είναι ευρωπαϊκή πολιτική, όχι ελληνική ιδιοτροπία»), από την άλλη, δίνει και κάτι να δείξεις προς τα πάνω: «ζητάμε κι εμείς ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, δεν θα τα κάνουμε όλα μόνοι μας».
Έτσι, η μεταναστευτική πολιτική γίνεται εσωτερικό εργαλείο για να δείξεις πυγμή, να χωρίσεις «υπεύθυνους» και «ανεύθυνους», να κρατάς σε εγρήγορση το ακροατήριο που φοβάται «αλλοίωση πληθυσμού» και εγκληματικότητα.
Ευρωπαϊκό νόμισμα διαπραγμάτευσης: «κοιτάξτε τι κάνουμε για λογαριασμό σας στα σύνορα, δώστε λεφτά, δείξτε κατανόηση σε άλλα θέματα».
Περιφερειακό διαβατήριο: με Τουρκία, Αίγυπτο, Λίβανο, όπου οι συμφωνίες επανεισδοχής και τα κοινά patrols γίνονται μέρος ενός πιο ευρύτερου παζαριού.
Το πρόβλημα; Όσο το μεταναστευτικό μένει μόνιμα στη σφαίρα «ασφάλεια–φόβος–έκτακτο», τόσο πιο δύσκολα αντιμετωπίζεται ως αυτό που είναι στην ουσία του: μακροχρόνια κοινωνική, οικονομική και δημογραφική πρόκληση για μια χώρα που γερνάει, αδειάζει και ταυτόχρονα χρειάζεται εργατικά χέρια.
Και τελικά: τι σημαίνει για την Ελλάδα το νέο Σύμφωνο;
Το νέο Σύμφωνο δεν είναι ούτε η κόλαση που περιγράφουν τα πιο απαισιόδοξα κείμενα, ούτε ο παράδεισος τάξης που υπόσχονται οι πιο ενθουσιώδεις υπουργοί Εσωτερικών. Είναι ένα μεγάλο πλαίσιο διαχείρισης, που κλειδώνει την Ελλάδα στον ρόλο του μόνιμου συνοριοφύλακα, της αναγνωρίζει ότι είναι μέρος του προβλήματος και του «λύσης» (άρα δικαιούται αλληλεγγύη), αλλά ταυτόχρονα τη δεσμεύει σε μια λογική όπου το βασικό μέτρο επιτυχίας είναι πόσοι μπήκαν, πόσοι έφυγαν και πόσοι δεν φάνηκαν ποτέ.
Εκεί θα κριθεί και η ποιότητα της ελληνικής πολιτικής: Αν το μόνο που μας νοιάζει είναι να βγαίνουν τα νούμερα στα σύνορα, το Σύμφωνο θα γίνει απλώς ένα ακόμη manual για πιο «καθωσπρέπει» αποτροπή.
Αν, αντίθετα, χρησιμοποιηθεί για να ανοίξει συζήτηση για νόμιμες οδούς μετανάστευσης, ένταξη, προστασία παιδιών και ευάλωτων, τότε ίσως η Ελλάδα καταφέρει να περάσει από το «σύνορο σε κατάσταση μόνιμου συναγερμού» σε κοινωνία που ξέρει τι θέλει να κάνει με τη μετανάστευση, πέρα από το να τη φοβάται.
Για την ώρα, είμαστε κάπου στη μέση: μεταξύ του «No more Morias» των Βρυξελλών και του «Δεν θα γίνει η χώρα ξέφραγο αμπέλι» της εσωτερικής σκηνής.
Αν το νέο Σύμφωνο θα γράψει ιστορία ως παράδειγμα ευρωπαϊκής ωριμότητας ή ως καλοσχεδιασμένο καπάκι πάνω σε ένα καζάνι που βράζει, θα φανεί πρώτα απ’ όλα εδώ: στα ελληνικά νησιά, στα σύνορα του Έβρου, στις ουρές της Υπηρεσίας Ασύλου, στα σχολεία και τους δήμους.
Κι εκεί, η ερώτηση δεν θα είναι πόσο καλά φυλάμε την Ευρώπη, αλλά πόσο άνθρωποι μένουμε εμείς οι ίδιοι την ώρα που το κάνουμε.











