Σε εξέλιξη βρίσκεται στη Βρετανία συντονισμένη εκστρατεία για την αποτροπή της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Επίκεντρο, μια σκληρή επιστολή με έντονα πολιτικά και νομικά χαρακτηριστικά, την οποία συνυπογράφουν 34 πρόσωπα, ανάμεσά τους η πρώην πρωθυπουργός Λιζ Τρας, ο ιστορικός Ντέιβιντ Στάρκι και ο σερ Τζον Ρέντγουντ.
Η επιστολή απευθύνεται στην κυβέρνηση του Κιρ Στάρμερ, τη νέα υπουργό Πολιτισμού Λίζα Νάντι, καθώς και στο Διοικητικό Συμβούλιο του Βρετανικού Μουσείου, καταγγέλλοντας «μυστικές διαπραγματεύσεις» για την επιστροφή των Γλυπτών και αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο νομικής προσφυγής.
Η επιστολή της σύγκρουσης
Το κείμενο της επιστολής, που αποκαλύφθηκε από το Sky News, κάνει λόγο για «μυστική και επιταχυνόμενη εκστρατεία» από πλευράς Μουσείου και κυβέρνησης, με στόχο την επιστροφή των Μαρμάρων στην Ελλάδα, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του κοινού και χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο.
«Οι επίτροποι των δημοσίων θεσμών έχουν υποχρεώσεις απέναντι στον βρετανικό λαό, όχι απέναντι σε ξένες κυβερνήσεις με τις οποίες ενδέχεται να έχουν ιδιωτικές συμπάθειες», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Οι υπογράφοντες απαιτούν την άμεση παύση κάθε διαπραγμάτευσης, αφήνοντας αιχμές ακόμη και για παραβίαση των θεσμικών καθηκόντων εκ μέρους των επιτρόπων, ενώ υπογραμμίζουν ότι εξετάζουν την έκδοση ασφαλιστικών μέτρων για την αναστολή κάθε μελλοντικής συζήτησης.
«Πολιτική μόδα» ή ιστορικό καθήκον;
Οι συντηρητικοί κύκλοι της Βρετανίας κατηγορούν όσους επιδιώκουν την επιστροφή των Μαρμάρων για ιδεολογικά κίνητρα και πολιτική εξιλέωση. Η επιστολή αναφέρει:
«Πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό να διαστρεβλώσουμε την ιστορία για πολιτικούς λόγους. Τα συναισθήματα δεν πρέπει να υπερισχύουν του καθήκοντος».
Εκφράζεται έντονη δυσφορία για το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει δημόσια διαβούλευση ούτε ουσιαστικός δημοκρατικός έλεγχος, ενώ γίνεται σαφής αναφορά σε «επιλεκτικές δημοσκοπήσεις», όπως οι πρόσφατες της YouGov, που -κατά τους υπογράφοντες- δεν αρκούν για να νομιμοποιήσουν πολιτικές αποφάσεις τέτοιας εμβέλειας.
Νομικά εμπόδια και απειλή προσφυγών
Οι πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί από τη συντηρητική καμπάνια Great British PAC, με επικεφαλής την ακτιβίστρια Κλερ Μπούλιβαντ και τον πρώην ηγέτη του κόμματος των Μεταρρυθμιστών Μπεν Χαμπίμπ.
Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας βρίσκεται το ότι:
- Δεν έχει υπάρξει νομοθετική εξουσιοδότηση για μόνιμο δανεισμό ή αποδέσμευση των Μαρμάρων.
- Οποιαδήποτε συμφωνία επί του θέματος, χωρίς απόλυτη διαφάνεια, θεωρείται από τους υπογράφοντες άκυρη και επιδεκτική ένδικης προσβολής.
- Οι επίτροποι του Μουσείου ενδέχεται να έχουν υπερβεί τα καθήκοντά τους, εφόσον εμπλέκονται σε «μυστικές συνομιλίες με ξένες κυβερνήσεις».
Το νομικό πλαίσιο παραμένει απαγορευτικό
Η επιστολή βασίζεται και σε συγκεκριμένο νομικό υπόβαθρο: τον Νόμο του 1963 περί λειτουργίας του Βρετανικού Μουσείου, που απαγορεύει ρητά την οριστική παραχώρηση αντικειμένων, όπως τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Τόσο η σημερινή όσο και η προηγούμενη κυβέρνηση έχουν διαμηνύσει ότι δεν προτίθενται να τροποποιήσουν τον νόμο. Τον Μάιο, ο πρώην υφυπουργός Πολιτισμού Κρις Μπράιαντ είχε δηλώσει στη Βουλή των Κοινοτήτων:
«Δεν υπάρχει καμία πρόθεση να αλλάξει ο νόμος. Ούτε μόνιμη επιστροφή, ούτε επ’ αόριστον δανεισμός είναι νομικά δυνατός».
Ο νυν πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Όσμπορν είχε από τον Δεκέμβριο προειδοποιήσει ότι η επίτευξη συμφωνίας με την Ελλάδα είναι «αρκετά μακρινή».
Σκιά σε κάθε αντικείμενο
Το φινάλε της επιστολής είναι δηκτικό και απηχεί φόβους για γενικότερη αποδυνάμωση των μουσείων της Βρετανίας:
«Δεν πρόκειται μόνο για τα Μάρμαρα του Έλγιν. Πρόκειται για το μέλλον κάθε αντικειμένου, σε κάθε μουσείο της χώρας. Αν η πολιτική μόδα και η ξένη επιρροή διαβρώσουν μία φορά το θεσμικό μας πλαίσιο, μπορούν να το κάνουν ξανά».
Οι συντηρητικοί δηλώνουν αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν όλα τα ένδικα μέσα για να σταματήσουν τη διαδικασία. Και το ερώτημα πλέον είναι: θα επιδιώξει η κυβέρνηση Στάρμερ να προχωρήσει ή θα υποχωρήσει μπροστά στη νομική και πολιτική θύελλα;