Σε μια από τις πιο ριζικές αναδιαρθρώσεις του δημόσιου τομέα τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση προχωρά στη συγχώνευση δύο κρίσιμων φορέων – του ΣΔΟΕ και του ΟΠΕΚΕΠΕ – εντάσσοντάς τους στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Το νέο σχήμα φιλοδοξεί να ενισχύσει τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα στους οικονομικούς ελέγχους και στη διαχείριση των κοινοτικών αγροτικών ενισχύσεων.
Ωστόσο, η συγκέντρωση τόσων αρμοδιοτήτων σε έναν υπερφορέα χωρίς θεσμική λογοδοσία προς το Κοινοβούλιο και χωρίς δυνατότητα κοινοβουλευτικού ελέγχου, προκαλεί σκεπτικισμό και πολιτικές ενστάσεις – κυρίως από δυνάμεις της αντιπολίτευσης, αλλά και από τεχνοκρατικούς κύκλους.
ΑΑΔΕ: Το τέλος του ΣΔΟΕ και η «μεταφορά τεχνογνωσίας»
Η κατάργηση του ιστορικού Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ), που από το 1997 αποτέλεσε θεσμικό εργαλείο κατά της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, σηματοδοτεί την πλήρη μεταφορά των ελεγκτικών του λειτουργιών στην ΑΑΔΕ. Η σχετική διάταξη θα περιληφθεί στο επικείμενο νομοσχέδιο για τον νέο Τελωνειακό Κώδικα.
Οι περίπου 200 έμπειροι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ εντάσσονται στις μονάδες της ΑΑΔΕ, με στόχο τη συγκρότηση ενός ενιαίου, τεχνοκρατικού μηχανισμού επιτόπιων και προληπτικών ελέγχων. Το σχέδιο προβλέπει αξιοποίηση της τεχνογνωσίας του ΣΔΟΕ σε συνδυασμό με τα ψηφιακά εργαλεία της ΑΑΔΕ, ώστε να ενισχυθεί η στοχοποίηση φορολογικών παραβατών και η καταστολή της παραοικονομίας.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται, ωστόσο, είναι κατά πόσο η μεταφορά αρμοδιοτήτων χωρίς ταυτόχρονη πρόβλεψη ανεξάρτητης εποπτείας διασφαλίζει την αρχή της λογοδοσίας – ιδίως όταν πρόκειται για μια Αρχή που δεν υπάγεται ούτε σε υπουργική ιεραρχία, ούτε σε κοινοβουλευτική επιτροπή.
Αλλαγές στον πρωτογενή τομέα – σε δεύτερο χρόνο
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η απορρόφηση κρίσιμων λειτουργιών του ΟΠΕΚΕΠΕ, του βασικού φορέα πληρωμών και ελέγχου των κοινοτικών ενισχύσεων προς τους αγρότες. Η ΑΑΔΕ αναλαμβάνει πλέον και τη διαχείριση των επιδοτήσεων, με έμφαση στην καταπολέμηση της καταστρατήγησης του συστήματος και την επιτάχυνση των διαδικασιών.
Η μεταφορά των αρμοδιοτήτων προβλέπεται να ολοκληρωθεί σταδιακά έως το τέλος του 2026, με βάση χρονοδιάγραμμα που τελεί υπό την εποπτεία του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και των υπουργείων Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης. Το νέο σχήμα θα βασίζεται σε διαλειτουργικά πληροφοριακά συστήματα και ψηφιακούς ελέγχους.
Εδώ, όμως, η ανησυχία είναι διπλή: αφενός, για την τεχνογνωσία της ΑΑΔΕ σε αγροτικά ζητήματα – τα οποία απαιτούν εξειδίκευση και γνώση τοπικών ιδιαιτεροτήτων – και αφετέρου για τη διατήρηση της σχέσης εμπιστοσύνης με τον αγροτικό κόσμο, που παραδοσιακά βασιζόταν στον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Μια τεράστια συγκέντρωση εξουσιών χωρίς αντίβαρα;
Η νέα αυτή υπερσυγκέντρωση ελεγκτικών και διαχειριστικών αρμοδιοτήτων φέρνει στο επίκεντρο το θεσμικό ερώτημα του δημοκρατικού ελέγχου. Η ΑΑΔΕ, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή με χαρακτήρα μη κυβερνητικό και μη κοινοβουλευτικά ελεγχόμενο, καλείται να διαχειριστεί τόσο την καταστολή της φοροδιαφυγής όσο και τη διανομή δισεκατομμυρίων σε κοινοτικές ενισχύσεις.
Πηγές της αντιπολίτευσης κάνουν λόγο για «επιτελικό συγκεντρωτισμό» και για «νέο υπερκρατικό μόρφωμα» που δρα εκτός του δημοκρατικού πλαισίου ελέγχου, ζητώντας τη δημιουργία θεσμικού μηχανισμού κοινοβουλευτικής εποπτείας – τουλάχιστον για τον τομέα των επιδοτήσεων.
ΑΑΔΕ: Το επιχειρησιακό σχέδιο και τα ποσοτικά δεδομένα
Στο επιχειρησιακό σκέλος, η ΑΑΔΕ έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για το 2025:
-
28.500 στοχευμένοι φορολογικοί έλεγχοι
-
73.400 τελωνειακοί έλεγχοι δίωξης
-
43.000 επιτόπιοι έλεγχοι πρόληψης
-
13.600 έλεγχοι από Κινητές Ομάδες
Η ΑΑΔΕ διαθέτει ήδη ένα προηγμένο ψηφιακό οπλοστάσιο, με συστήματα διασύνδεσης, real-time ανάλυση κινδύνου, ηλεκτρονικά περιουσιολόγια και ψηφιακές πλατφόρμες ελέγχου συναλλαγών. Αυτό αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω τη στοχοποίηση και να επιταχύνει τις διαδικασίες.
Όμως ο ρυθμός υλοποίησης, το προσωπικό που θα απαιτηθεί και η επάρκεια των δομών εξακολουθούν να τίθενται ως ανοιχτά ζητήματα.
Η ενοποίηση ΣΔΟΕ και ΟΠΕΚΕΠΕ υπό την ΑΑΔΕ εντάσσεται στη στρατηγική της κυβέρνησης για λιγότερους, ισχυρότερους και τεχνοκρατικά ενισχυμένους φορείς. Ωστόσο, η επιλογή να ανατεθούν κρίσιμες λειτουργίες διακυβέρνησης σε μια μη υπόλογη Αρχή εγείρει ερωτήματα για τη θεσμική ισορροπία και τη δημοκρατική λογοδοσία.
Η αποτελεσματικότητα του νέου μοντέλου θα κριθεί όχι μόνο από την απόδοση των ελέγχων, αλλά και από τη διατήρηση της εμπιστοσύνης πολιτών και αγροτών. Κι αυτό προϋποθέτει διαφάνεια, διαβούλευση και εξωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου, που προς το παρόν δεν διακρίνονται στο κυβερνητικό σχέδιο.