Υπάρχει μια παλιά αθηναϊκή βεβαιότητα, σχεδόν ρομαντική: ότι η Αθήνα, όσο κι αν γκρινιάζει, όσο κι αν τραντάζεται από φασαρίες, μποτιλιαρίσματα και κακοτεχνίες, στο τέλος πάντα «θα μας χωρέσει». Ότι είναι ανεξάντλητη. Ότι η πόλη είναι ένα ελαστικό δοχείο που όσο κόσμο κι αν βάλεις, πάντα θα βρεθεί ένα στενό, μια αλάνα, ένα παρκάρισμα στο πεζοδρόμιο, μια καινούρια πολυκατοικία, ένα λεωφορείο που θα κάνει τη δουλειά.
Κι ύστερα ήρθε η πραγματικότητα με νούμερα που δεν επιδέχονται μεσογειακή αισιοδοξία:
– 4,5 εκατομμύρια μόνιμοι κάτοικοι (ή 5,2, αν πιστέψουμε τις ανεπίσημες μετρήσεις).
– 9 εκατομμύρια τουρίστες τον χρόνο.
– 6 εκατομμύρια αυτοκίνητα για δρόμους που αντέχουν 2 εκατομμύρια.
– 0,96 τ.μ. πράσινου ανά κάτοικο – εκεί που το όριο ασφαλείας είναι 9.
– 340.000 θέσεις πάρκινγκ που… δεν υπάρχουν.
– 30.000 σπίτια που λείπουν από την αγορά ενοικίασης.
– Λεωφόροι που λειτουργούν σε συνθήκες «γιγαντιαίας ώρας αιχμής» όλες τις ώρες.
– Και περίπου δύο ολόκληρα 24ωρα χαμένα στο μποτιλιάρισμα κάθε χρόνο.
Η Αθήνα δεν είναι απλώς κορεσμένη αλλά είναι ένα σύστημα που βαδίζει πάνω σε μια λεπτή κλωστή: κάθε νέο αυτοκίνητο, κάθε νέο τουρίστα, κάθε νέα κατοικία που χτίζεται χωρίς προνοητικότητα, την φέρνει μισό βήμα πιο κοντά σε μια κανονικότητα αβιώσιμη. Κι όμως, μοιάζει σαν να μην το παραδεχόμαστε, σα να φοβόμαστε πως αν το πούμε δυνατά, θα χρειαστεί να αλλάξουμε τρόπο ζωής.
Το μεγάλο παράδοξο
Ο υδροκεφαλισμός της Ελλάδας δεν είναι είδηση. Το 50% του πληθυσμού ζει στο 2,9% της γης. Μια Αθήνα χτισμένη άναρχα, δίχως urban planning, με δρόμους σχεδιασμένους για τον μισό πληθυσμό από αυτόν που έχει σήμερα. Γέφυρες που παρακολουθούνται με αισθητήρες γιατί αντέχουν το 1/10 της σημερινής κυκλοφορίας. Σηματοδότες ρυθμισμένοι σε δεδομένα 30ετίας. Μετρό που χρειάζεται 200 σταθμούς για να “ανασάνει”.
Και μια στεγαστική κρίση, η πιο βίαιη της μεταπολίτευσης. Στην Αθήνα χτίζεται 1 σπίτι ανά 1.000 κατοίκους – το χαμηλότερο στην ΕΕ – ενώ οι τιμές έχουν εκτοξευθεί ως και 70% από το 2017. Η πόλη παράγει αποθέματα «φιλοξενούμενων», όχι κατοικιών.
Παράλληλα, ο τουρισμός, η μεγάλη επιτυχία της χώρας, γίνεται ο μεγάλος καταλύτης της πίεσης: ρεκόρ αφίξεων, ρεκόρ Airbnb, ρεκόρ τιμών, ρεκόρ εμπορικής κίνησης. Η Αθήνα μετατρέπεται σε δωδεκάμηνο προορισμό. Και οι κάτοικοί της σε δευτερεύοντες χρήστες της ίδιας τους της πόλης.
Το μποτιλιάρισμα της ταυτότητας
Η Αθήνα, πέρα από αριθμούς, κουβαλά ένα υπαρξιακό πρόβλημα: χρειάζεται να αποφασίσει τι πόλη θέλει να είναι.
Τουρίστας ή κάτοικος;
Αυτοκίνητο ή μετρό;
Ανάπτυξη ή ποιότητα ζωής;
Μουσείο-πόλη ή πόλη-ζωντανό οργανισμό;
Ο Κηφισός, με 260.000 διελεύσεις ημερησίως, είναι η σχηματική απεικόνιση ενός παράδοξου: όσο αυξάνεται η συμφόρηση, τόσο μειώνεται η χωρητικότητα. Όσο περισσότερο πιέζουμε την πόλη, τόσο λιγότερο μας εξυπηρετεί. Ή μάλλον: τόσο περισσότερο μας τιμωρεί.
Το κόστος της υπερσυγκέντρωσης
Η Αθήνα είναι πλέον μια πόλη όπου:
– ο θόρυβος ξεπερνά τα 75 db καθημερινά, με αποδεδειγμένες επιπτώσεις στην υγεία,
– δύο ώρες γίνονται τέσσερις επειδή απλώς… έχει κίνηση,
– κάθε νεόδμητο σπίτι διεκδικείται από άλλους 999 ανθρώπους,
– οι άνθρωποι κοιμούνται στα διπλοπαρκαρισμένα τους αυτοκίνητα για να βρουν θέση,
– οι γειτονιές χάνουν την ανθρώπινη κλίμακα, τις αλάνες, τις φωνές των παιδιών, τα δέντρα.
Κι όμως, συνεχίζουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Είναι η ελληνική εκδοχή της στρουθοκαμήλου: «Δεν φταίει η Αθήνα, φταίει ο καιρός». «Δεν είμαστε πολλοί, είναι που φτιάχνουν συνέχεια έργα». «Δεν λείπουν τα πάρκινγκ, λείπει η τύχη».
Η μεγάλη απόφαση βρίσκεται μπροστά μας
Κάθε πόλη, αργά ή γρήγορα, φτάνει στο σημείο όπου δεν χωράει πια. Όχι επειδή ξαφνικά «μικραίνει», αλλά επειδή αρνείται να αλλάξει.
Η Αθήνα σήμερα βρίσκεται ακριβώς εκεί.
Στο σημείο που χρειάζεται πολιτική τόλμη, κοινωνικό θάρρος και ανατροπή προτεραιοτήτων.
Με απλά λόγια:
– 200 σταθμοί μετρό.
– Ανασχεδιασμός του χώρου για τους ανθρώπους, όχι για τα ΙΧ.
– Στεγαστική πολιτική με πραγματικές λύσεις, όχι ημίμετρα επιδοτήσεων.
– Ριζική αποσυμφόρηση με πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης.
– Αποκατάσταση του δημόσιου χώρου όχι με λόγια, αλλά με φύτευση, πάρκα και ανάκτηση καθημερινότητας.
– Μια νέα νοοτροπία: ο δημόσιος χώρος δεν είναι «ό,τι περισσεύει από το αυτοκίνητο».
Η Αθήνα δεν κινδυνεύει να «καταρρεύσει», αλλά κινδυνεύει να γίνει φυλακή: για τους κατοίκους της, για τις επιχειρήσεις της, για τους νέους της.
Η μεγάλη ειρωνεία; Δεν μας χωράει πια όχι γιατί είναι μικρή, αλλά γιατί εμείς σκεφτόμαστε μικρά.
Αν υπάρχει ένα αισιόδοξο μήνυμα, είναι αυτό: Οι πόλεις αλλάζουν όταν το απαιτήσουν οι άνθρωποί τους.
Η Αθήνα μπορεί να σωθεί και να ξαναγίνει κάποτε πόλη για τους ανθρώπους της.
Αλλά χρειάζεται αποφασιστικότητα, πολιτικές που κοιτούν είκοσι χρόνια μπροστά, όχι είκοσι μέτρα παρακάτω και μια κοινωνία που θα ξαναδιεκδικήσει το πιο πολύτιμο αγαθό σε μια σύγχρονη μητρόπολη:
Τον χώρο να ζήσει. Όχι απλώς να επιβιώσει.
Διαβάστε επίσης
Μέρκελ σε Τσίπρα: «Αλέξη γιατί δεν μιλάς», Νέα προδημοσίευση από την «Ιθάκη»
Σπίτι μου 2: Εσπευσμένη επανεκκίνηση για να μην χαθούν 700 εκατ. ευρώ











