Οι αλλαγές που η κυβέρνηση επέβαλε σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες εντός του 2025 συνιστούν μια συνέχεια της πολιτικής υποβάθμισης και ιδιωτικοποίησης της δημόσιας εκπαίδευσης, περαιτέρω μετατροπής της σε μηχανισμό πειθάρχησης και εμπέδωσης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Η υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης προκύπτει από τη συνεχιζόμενη υποχρηματοδότησή της – που μεταξύ άλλων μεγιστοποιεί τα προβλήματα των υποδομών και της στελέχωσής της. Η κατασπατάληση ή/και η κατάργηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης που προορίζονταν για το Υπουργείο Παιδείας μεγέθυνε τα προβλήματα. Ο ελλιπής αριθμός προσλήψεων οδήγησε, για ακόμα μια χρονιά, στην απουσία εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων με αποτέλεσμα να χαθούν εκατοντάδες διδακτικές ώρες και να δυσλειτουργήσουν οι δομές παράλληλης στήριξης και τα τμήματα ένταξης. Στα πανεπιστήμια έγιναν λίγες προσλήψεις μελών ΔΕΠ και ελάχιστες προσλήψεις διοικητικού προσωπικού. Η τραγική υποχρηματοδότηση της έρευνας, οι μειωμένοι πόροι του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), οι προβληματικές αξιολογήσεις χρηματοδοτούμενων ερευνητικών προγραμμάτων (βλ. πρόγραμμα ‘Trust your Stars’) που οδήγησαν εν τέλει στη συνολική κατάργησή τους και η απένταξη πολλών ερευνητικών έργων των πανεπιστημίων από το Ταμείο Ανάκαμψης τεκμηριώνουν την πολιτικά στοχευμένη υποβάθμιση της έρευνας στα πανεπιστήμια.
Η ιδιωτικοποίηση και η υποβάθμιση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης προκύπτει μέσα από τη δυνατότητα των ιδιωτικών φορέων να χρηματοδοτούν και να συμμετέχουν στη διοίκηση δημοσίων σχολείων (Ωνάσεια), την πρόταξη δημιουργίας ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών με δίδακτρα στα πανεπιστήμια και τις αναγκαστικές συμπράξεις με ιδιωτικές εταιρίες ως προϋπόθεση για την κατάθεση προτάσεων ερευνητικών προγραμμάτων. Η κατάργηση ειδικοτήτων στα δημόσια ΙΕΚ, η απαξίωση των ΕΠΑΛ και η προώθηση συγχωνεύσεων Τμημάτων στα πανεπιστήμια στοχεύουν στην αύξηση των μαθητών/τριών, σπουδαστών/τριών και φοιτητών/τριών στα ιδιωτικά ΙΕΚ και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Στον χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης οι πρακτικές των ιδιοκτητών οδήγησαν σε ένα πρωτοφανές κύμα αποχωρήσεων εκπαιδευτικών.

Το 2025 θα μείνει στην ιστορία ως το έτος όπου η πειθάρχηση προήχθη στον πρωταρχικό στόχο του εκπαιδευτικού συστήματος μας. Για τους μαθητές/τριες συνεχίστηκε η αύξηση της υπερφόρτωσης της διδακτικής ύλης, πρακτική που δεν εξασφαλίζει ουσιαστική μάθηση και μειώνει την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης. Επεκτάθηκε ο εξετασιοκεντρικός χαρακτήρας του σχολείου και έγινε προσπάθεια να εμπεδωθούν συστήματα αξιολόγησης που εγκαταλείπονται, μετά από δεκαετίες εφαρμογής τους, σε άλλες χώρες (π.χ. εξετάσεις PISA και ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών). Ο νέος πειθαρχικός κώδικας για τους εκπαιδευτικούς και ο διοικητικός αυταρχισμός στην προσπάθεια περιορισμού των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εκπαιδευτικών υπήρξε πρωτοφανής. Η επιβολή δυνητικής αργίας σε απεργούς/συνδικαλιστές, η ανυπαρξία ουσιαστικού διαλόγου του Υπουργείου με την εκπαιδευτική κοινότητα, η συρρίκνωση της δημοκρατικής λειτουργίας των σχολείων (π.χ. με την συγκέντρωση εξουσιών στην διεύθυνση του σχολείου), η μείωση της παιδαγωγικής αυτονομίας των σχολείων, η διόγκωση μιας αχρείαστης διοικητικής γραφειοκρατίας αποτελούν ορισμένους μόνο μηχανισμούς πειθάρχησης που έχουν αντιστοιχία με όσα έχουν επιβληθεί και στα Πανεπιστήμια (νομοθετικές ρυθμίσεις για πειθαρχικά σε φοιτητές/τριες και διδάσκοντες/σσες, σύνταξη ‘επιχειρησιακών σχεδίων’). Η αποτυχία εγκαθίδρυσης της πανεπιστημιακής αστυνομίας στα πανεπιστήμια οδήγησε σε νέες πειθαρχικές ρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν μόνο στα χρόνια της δικτατορίας (Εισαγγελέας αρμόδιος για τα Πανεπιστήμια, ιδιώνυμο για τους φοιτητές/τριες). Εφαρμόστηκε, για δεύτερη φορά μετά το 2010, το μέτρο των διαγραφών φοιτητών/τριών που έχουν δυσκολίες στην ολοκλήρωση των σπουδών τους, χωρίς να διερευνηθούν τα αίτια αυτών των καθυστερήσεων και κυρίως χωρίς να υπάρξει καμία προσπάθεια στην αντιμετώπισή τους. Το ότι μελλοντικά το μέτρο αυτό μπορεί να καταργηθεί από μια προοδευτική κυβέρνηση – όπως έγινε το 2015 – δεν μειώνει το κόστος στις ζωές όσων διαγράφονται. Τέλος, βασικός μηχανισμός πειθάρχησης είναι η καθήλωση της μισθοδοσίας των εκπαιδευτικών και του διδακτικού προσωπικού στα πανεπιστήμια ώστε οι όροι διαβίωσης να είναι δυσχερείς.

Κραυγαλέα και καταστροφική για τις ζωές των μαθητών/τριών και των οικογενειών τους η προσέγγιση της κυβέρνησης για ότι λανθασμένα ονομάζεται «νεανική παραβατικότητα». Η πρόσληψη και αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου έχει ξεκάθαρα τιμωρητικό χαρακτήρα χωρίς καμία δομή που να υποστηρίζει την πρόληψη. Η αστυνομία καλείται συχνά να παρέμβει μέσα στα σχολεία, χειροτερεύοντας πολλές φορές την κατάσταση. Η βασικότερη όμως διαπίστωση είναι ότι η αναγωγή των κοινωνικών προβλημάτων σε ατομικές ψυχολογικές παθογένειες των μαθητών/τριών οδηγούν χιλιάδες παιδιά σε αδιέξοδα. Αντί τα παιδιά να δεχτούν υποστήριξη, περιθωριοποιούνται ως υπαίτια των δυσκολιών που βιώνουν. Δυστυχώς το είδαμε πολλάκις μέσα στο 2025.
Η εμπέδωση των κοινωνικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση συνεχίστηκε στο 2025. Η κυβέρνηση ανέστειλε τη λειτουργία περισσοτέρων σχολείων με το πρόσχημα ότι δεν καλύπτουν τον ελάχιστο αριθμό μαθητών/τριών που απαιτεί ο νόμος. Αρκετά από αυτά τα σχολεία θα έπρεπε να διατηρηθούν για να μην καταρρεύσει ο κοινωνικός ιστός στην επαρχία και να μην αναγκάζονται χιλιάδες μαθητές/ήτριες να ταξιδεύουν καθημερινά δεκάδες χιλιόμετρα. Παράλληλα, η αυξανόμενη ένταση του εξετασιοκεντρικού χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος έχει οδηγήσει σε αύξηση των εξόδων για φροντιστήρια ήδη από τις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού σχολείου. Τέλος, η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στα οποία οι μαθητές/ήτριες εξ ορισμού εισάγονται με χαμηλότερες βάσεις επιβεβαιώνει την αρχή «όποιος έχει να πληρώσει θα σπουδάσει».

Οι βασικές διαφορές με τα προηγούμενα χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ εντοπίζονται σε τρία σημεία. Στην αποφασιστικότητα επιβολής αυστηρών και αυταρχικών ποινικών μέτρων στις περιπτώσεις που η εκπαιδευτική κοινότητα προέβαλλε αντίσταση στις κυβερνητικές πολιτικές. Δεύτερον, στη συστηματική επικοινωνιακή διαχείριση κραυγαλέων αποτυχιών της κυβέρνησης σε κομβικές εκπαιδευτικές επιλογές της ώστε να μετριαστούν με νέα μέτρα. Για παράδειγμα, η αποτυχία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων από «διάσημα διεθνώς πανεπιστήμια του εξωτερικού» οδήγησε στην χρηματοδότηση κοινών με πανεπιστήμια του εξωτερικού ξενόγλωσσων μεταπτυχιακών των δημόσιων πανεπιστημίων ώστε να φανεί ότι «τελικά ήρθε το Χάρβαρντ στην Ελλάδα». Τρίτον, στη χωρίς κανένα ενδοιασμό προώθηση των πολιτικά ημετέρων της κυβέρνησης σε θέσεις ευθύνης και πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία (π.χ. η δημιουργία, από την ίδια την Υπουργό, ειδικών επιτροπών κρίσης των προτάσεων χρηματοδότησης ερευνητικών έργων). Οι παραπάνω διαφοροποιήσεις ως προς τα πεπραγμένα της προηγούμενης πενταετίας δηλώνουν την αποφασιστικότητα της ΝΔ να ελέγξει απόλυτα την παραγωγή και τη μετάδοση της γνώσης.
Το όλο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής συνιστά μια πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα συσσώρευση αδιεξόδων σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Η αντιμετώπιση αυτής της δυστοπίας απαιτεί συνεχή διεκδίκηση μιας δημόσιας, κοινωνικά δίκαιης και δωρεάν εκπαίδευσης με επαρκείς πόρους, προσβάσιμης και ικανής να υποστηρίξει εκπαιδευόμενους/ες και εργαζόμενους/ες και τη διατύπωση συγκεκριμένων και ερευνητικά τεκμηριωμένων εναλλακτικών προτάσεων για την εμπέδωσή της. Χρειάζεται όλα αυτά να τα επαναφέρουμε ως αυτονόητα. Είναι απαραίτητες οι πλατιές συμμαχίες κινηματικών αντιστάσεων, μακριά από τον «φετιχισμό των μικρών διαφορών», και ο σχεδιασμός της εκπαιδευτικής πολιτικής της επόμενης προοδευτικής κυβέρνησης. Στον τόπο αυτό πρέπει να αποφασίσουμε αν θα έχουμε εκπαιδευτικό σύστημα για το μέλλον των παιδιών μας ή αν θα παραμείνουμε στην απάτη των εκπαιδευτικών «μεταρρυθμίσεων» της ΝΔ. Το σίγουρο είναι ότι ένα βιώσιμο και κοινωνικά δίκαιο εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να υποστηριχθεί χωρίς γενναίες χρηματοδοτικές παρεμβάσεις σε υποδομές και μισθοδοσία, χωρίς την ενίσχυση και αξιοποίηση της έρευνας για την διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής, χωρίς εμπιστοσύνη στους εκπαιδευτικούς μας, χωρίς την διεύρυνση του κοινωνικού δικαιώματος της γνώσης και της καλλιέργειας της ερευνητικής πρωτοπορίας στις επιστήμες, στις τέχνες και τα γράμματα.











