Κάθε Αύγουστο η Ελλάδα πανηγυρίζει. Τα δελτία ειδήσεων μιλούν για «χρυσές σεζόν», τα υπουργεία ανεβάζουν πανηγυρικά posts με νούμερα και τα αεροδρόμια μοιάζουν με κυψέλες που βουίζουν από αναχωρήσεις, αφίξεις και αποσκευές με γαλάζια αυτοκόλλητα.
Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, χάνεται η ερώτηση που κανείς δεν τολμά να κάνει: πόσο ακόμα μπορεί να αντέξει μια χώρα που ζει έξι μήνες για να επιβιώσει τους άλλους έξι;
Το παράδοξο του υπερτουρισμού: τα νούμερα ευημερούν, οι άνθρωποι λιποθυμούν.
Τα φετινά έσοδα από ταξιδιώτες άγγιξαν τα 16,7 δισ. ευρώ ως τον Αύγουστο, ενώ μόνο εκείνον τον μήνα έπεσαν στην αγορά 4,5 δισ. – νούμερα που θα έκαναν κάθε υπουργό να χαμογελά σαν ξενοδόχος με γεμάτο booking.
Μόνο που η Alpha Bank και η Εθνική Τράπεζα χαλάνε το αφήγημα: ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες σκαρφαλώνει στο 3,9%, οι τιμές στα εστιατόρια και στα καταλύματα κρατούνται ψηλά από τη συνεχή ζήτηση και οι υποδομές των νησιών λειτουργούν με… powerbank.
Η Εθνική μάλιστα υπολογίζει ότι για να «αντέξει» το νησιωτικό σύστημα ως το 2035, απαιτούνται επενδύσεις ύψους 35 δισ. ευρώ – όταν σήμερα γίνονται έργα μόλις 2 δισ. τον χρόνο.
Αυτό σημαίνει απλά ότι κάθε φορά που χειροκροτούμε τα ρεκόρ τουρισμού, αφήνουμε απλήρωτο έναν λογαριασμό 33 δισ. ευρώ για το μέλλον.
Πόλεις Airbnbopolis
Η Τράπεζα της Ελλάδος περιγράφει μια «τεχνητή έλλειψη στέγης». Περίπου 218.000 κατοικίες μετατράπηκαν σε τουριστικά καταλύματα, ενώ οι ξένοι επενδυτές αγοράζουν ακίνητα μέσω Golden Visa πιο γρήγορα απ’ ό,τι οι νέοι Έλληνες βρίσκουν δουλειά.
Έτσι, η Αθήνα γεμίζει με κωδικούς check-in, τα νησιά με σπίτια χωρίς κατοίκους, και οι εργαζόμενοι του τουρισμού κοιμούνται στα αυτοκίνητά τους ή δύο-δύο σε κοντέινερ.
Η Ελλάδα κατάφερε να επινοήσει μια νέα ταξική κατηγορία: τους άστεγους εργαζόμενους του τουριστικού θαύματος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, εισάγουμε και… το καλοκαίρι.
Η ΕΛΣΤΑΤ δείχνει το αποκορύφωμα του παραλογισμού: εν μέσω θερινής σεζόν, η χώρα εισάγει μαρούλια, ντομάτες, καρπούζια και ραπανάκια. Από Ολλανδία, Γερμανία, Αίγυπτο.
Ο Αύγουστος που κάποτε «τάιζε έντεκα μήνες» τώρα ζητάει ενισχύσεις από το εξωτερικό. Οι τουρίστες αφήνουν ευρώ κι εμείς τα στέλνουμε πίσω σε εμπορευματοκιβώτια με μπανάνες και πατάτες. Έτσι χτίζεται η σύγχρονη ελληνική τραγωδία: ο υπερτουρισμός αυξάνει το συνάλλαγμα, αλλά τρώει την αυτάρκεια.
Το ίδιο βράδυ που το υπουργείο Τουρισμού πανηγυρίζει τις αφίξεις, η ΔΕΥΑ σε κάποιο νησί στέλνει sms για «διακοπή νερού λόγω υπερκατανάλωσης».
Κι εκεί που ένας υπουργός κάνει δηλώσεις για βιωσιμότητα, ένα νησί ρίχνει περιορισμούς ρεύματος γιατί το δίκτυο δεν αντέχει άλλο air-condition.
Στην Ελλάδα του 2025, το ρεύμα της ανάπτυξης κόβεται από υπερφόρτωση.
Και μετά;
Πόσο μπορεί να βασίζεται μια χώρα σε έναν κλάδο που εξαρτάται από φτηνές πτήσεις, σταθερό κλίμα και υποδομές που ήδη αναστενάζουν;
Πόσο μπορεί να λέγεται «βαριά βιομηχανία» κάτι που χρειάζεται νερό, ενέργεια, καθαριότητα και στέγη – χωρίς να επενδύει σ’ αυτά;
Αν δεν αλλάξει η λογική, ο υπερτουρισμός θα γίνει η νέα μας «Μεγάλη Ιδέα»: θα φέρνει πλούτο στα χαρτιά και φτώχεια στις ζωές.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται περισσότερους τουρίστες αλλά περισσότερη Ελλάδα. Περισσότερο νερό, περισσότερη γη, περισσότερη σκέψη. Να θυμηθούμε πως το ωραιότερο καλοκαίρι δεν είναι αυτό που μετριέται σε αφίξεις, αλλά σε αντοχές.
Γιατί αν συνεχίσουμε να βαφτίζουμε «ανάπτυξη» κάθε ξεπούλημα σεζόν, τότε κάποια μέρα τα νησιά θα γεμίσουν τουρίστες και δεν θα υπάρχει ούτε ένας ντόπιος να τους πει «καλώς ήρθατε».
Κι εκεί, θα τελειώσει το ελληνικό καλοκαίρι. Κι όχι από κακό καιρό, αλλά από εξάντληση…











