Η ελληνική εξωτερική πολιτική περνά ίσως τη δυσκολότερη φάση των τελευταίων δεκαετιών. Η πολυδιαφημισμένη «πολιτική ήρεμων νερών» με την Τουρκία δείχνει τα όριά της, τα μέτωπα σε Αλβανία, Αίγυπτο και Λιβύη ξεφεύγουν από τις προβλέψεις και το αφήγημα της «διπλωματικής κανονικότητας» μοιάζει περισσότερο με wishful thinking παρά με στρατηγική.
Γράφει ο Δημήτρης Δραγώγιας
Ακόμη και η αρθρογραφία των φίλα προσκείμενων στην κυβέρνηση Μέσων όπως η «Καθημερινή», λειτουργεί ως καθρέφτης μιας συλλογικής αμηχανίας: η κυβέρνηση σηκώνει τον πήχυ σε κάθε κρίση – και η χώρα περνά από κάτω. Είτε πρόκειται για τις δήθεν ώριμες συνομιλίες για Χάγη, είτε για τις ρητές διαβεβαιώσεις περί Μπελέρη από τον Ράμα, είτε για το «θερμό επεισόδιο» με την κυβέρνηση της Τρίπολης, το μοτίβο είναι το ίδιο: επικοινωνιακή υπερπροσδοκία, αδύναμο follow-up, διπλωματική φθορά.
Μπροστά σε αυτό το κενό, γεννάται το εύλογο ερώτημα: Υπάρχει αντιπολίτευση με εναλλακτική στρατηγική; Και αν ναι, πόσο πειστικές είναι οι γραμμές του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ στην εξωτερική πολιτική;
Το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία Ανδρουλάκη, έχει οικοδομήσει μια συνεπή γραμμή γύρω από την παραπομπή στη Χάγη μόνο για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, απορρίπτοντας κάθε ιδέα για «πακέτο» ελληνοτουρκικών διαφορών. Παράλληλα, προτάσσει την ανάγκη ισχυρών συμμαχιών μέσω πολυμερών σχημάτων (Ελλάδα–Κύπρος–Αίγυπτος, Ελλάδα–Ισραήλ–ΗΑΕ), καθώς και αξιοποίηση των εργαλείων της Ε.Ε. για άσκηση πίεσης σε γειτονικά κράτη που παρεκτρέπονται (π.χ. Αλβανία).
Στο ζήτημα Μπελέρη, η γραμμή ΠΑΣΟΚ υπήρξε από τις πιο σαφείς: ενταξιακή πορεία της Αλβανίας μόνο υπό αυστηρή συμμόρφωση με τα ευρωπαϊκά κριτήρια για τα μειονοτικά δικαιώματα. Το κόμμα κατηγορεί την κυβέρνηση ότι άνοιξε με τυμπανοκρουσίες μια υπόθεση που δεν είχε τα κατάλληλα διπλωματικά ερείσματα και στο τέλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει αθόρυβα.
Ωστόσο, η προσέγγιση ΠΑΣΟΚ –παρά τη θεσμική της συνέπεια– δεν έχει ακόμα εξειδικευτεί σε επίπεδο πολιτικών εργαλείων. Δεν έχει παρουσιαστεί ούτε πρόταση για τη μορφή του συνυποσχετικού προς τη Χάγη, ούτε ρητή ανάλυση για το πώς η Ελλάδα θα οικοδομήσει αποτρεπτική ισχύ απέναντι σε έναν Ερντογάν που –με ή χωρίς εντάσεις– παραμένει στρατηγικά αναθεωρητικός.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την ανανεωμένη ηγεσία Κασσελάκη, επιχειρεί να ανασυγκροτήσει τη δική του εξωτερική πολιτική ταυτότητα. Η γραμμή του κόμματος επιμένει σε μια διαπραγμάτευση χωρίς μαξιμαλισμούς και σε μια διεθνή προσφυγή που εντάσσεται σε πολυμερές πλαίσιο – όχι αποκλειστικά διμερές με την Τουρκία. Στην υπόθεση Μπελέρη κινήθηκε με προσοχή, αποφεύγοντας την παγίδα του εθνικιστικού αντανακλαστικού αλλά καταγγέλλοντας τις αυθαιρεσίες του Ράμα.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην ανάγκη διαφάνειας σε ενεργειακές και αμυντικές συμφωνίες, με κοινοβουλευτικό έλεγχο και διεθνείς ρήτρες. Στο μεταναστευτικό, προτείνει ευρωπαϊκό επιμερισμό, επενδύσεις στις χώρες προέλευσης και θεσμική εποπτεία της Frontex, τονίζοντας ότι η αποτροπή χωρίς δικαιώματα είναι αδιέξοδη.
Το πρόβλημα; Δεν υπάρχει ακόμη συγκροτημένη στρατηγική για την Τουρκία. Το κόμμα μιλά για «πολιτικό πακέτο», χωρίς να αποσαφηνίζει πώς θα συγκροτηθεί ένα διεθνές τραπέζι με δεσμευτικό χαρακτήρα. Και κυρίως, δεν έχει ξεκαθαρίσει τι κάνει αν η Άγκυρα αρνηθεί τη Χάγη, επανέλθει στις παραβιάσεις ή δημιουργήσει νέα τετελεσμένα.
Και τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν σημεία καθαρής στρατηγικής. Το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται πιο συγκεκριμένο νομικά, ο ΣΥΡΙΖΑ πιο ευέλικτος πολιτικά και ανθρωπιστικά. Κανένα, όμως, δεν έχει ακόμα χτίσει μια ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική εξωτερικής πολιτικής, ικανή να σταθεί ως εναλλακτική σε μια κοινή γνώμη που νιώθει πως «τρως φάπες από όλους».
Η σημερινή εποχή απαιτεί πολιτική που δεν εξαντλείται σε δηλώσεις και καταγγελίες, αλλά μετριέται σε αποτροπή, ερείσματα, συμμαχίες και αποτελέσματα. Αν η κυβέρνηση δείχνει να πνίγεται στα ρηχά νερά των υποσχέσεων, η κεντροαριστερή αντιπολίτευση δεν έχει δικαιολογία να συνεχίσει να πλέει χωρίς χάρτη.
Ίσως ήρθε η ώρα ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ να ενώσουν τη θεσμική σοβαρότητα με την προοδευτική πολυμέρεια. Γιατί στο νέο γεωπολιτικό τοπίο, οι παίκτες που επιβιώνουν δεν είναι ούτε αυτοί που μιλούν περισσότερο ούτε αυτοί που φοβούνται λιγότερο. Είναι αυτοί που ξέρουν να χτίζουν ερείσματα πριν ξεσπάσει η επόμενη κρίση.