Από την περίοδο που ξεκίνησε η γενοκτονία του πληθυσμού στη Γάζα, νομικοί και πολιτικοί επιστήμονες αναγκάστηκαν να μπουν σε μία συζήτηση για το κατά πόσον μπορεί ένα κράτος να έχει αξιώσεις οντότητας που λειτουργεί μόνιμα ως «εξαίρεση» στους διεθνείς κανόνες , αλλά την ίδια στιγμή να θέλει και να «απολαμβάνει» τα δικαιώματα που παρέχει για κάποιο κράτος το να είναι μέλος της, αποκαλούμενης, διεθνής κοινότητας. Η απάντηση που δόθηκε πλειοψηφικά ήταν ότι προφανώς το δίκαιο δεν θα μπορούσε να λειτουργεί με εξαιρέσεις και ότι όποιο κράτος αξιώνει να μην ακολουθεί τους «κανόνες» του συμφωνημένου «παιχνιδιού», θα έπρεπε να αποβληθεί και να έχει, το λιγότερο, κυρώσεις.
Τώρα ας στραφούμε στις ενδοκρατικές υποθέσεις και ας θέσουμε το ανάλογο ερώτημα. Τι επιπτώσεις θα έπρεπε να έχει μια κυβέρνηση που κινείται στα όρια ή και εκτός της θεσμοθετημένης νομοθεσίας, που πρακτικά ένα μέρος της έχει νομοθετήσει ή αποδεχθεί ώστε να αναλάβει τον ρόλο της διακυβέρνησης; Και παρακάτω, όταν παραβιάζει κάθε έννοια όχι μόνο του ρητού αλλά και του άρρητου δικαίου, ή αλλιώς, όταν μια κυβέρνηση πηγαίνει μονίμως ενάντια στην αίσθηση του κοινού δικαίου της πλειοψηφίας των ανθρώπων εκ του ονόματος των οποίων κυβερνάει, τότε τι θα έπρεπε να συμβεί;
Μπορεί να είναι όχι απλώς θεμιτή αλλά και «νόμιμη» μια τέτοια κυβέρνηση ανεξαρτήτως του εάν έχει τη στήριξη μιας μειοψηφικής μερίδας των πολιτών; Όταν μάλιστα έχει φτάσει στο σημείο να διαστρέφει τόσο το γράμμα όσο και την ουσία του νόμου, σε σημείο που να θυμίζει τη θουκυδίδεια διαπίστωση ότι «για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων», οπότε και των νόμων, τότε για τι καθεστώς διακυβέρνησης θα έπρεπε να γίνεται λόγος;
Τελευταίο παράδειγμα των παραπάνω είναι η στάση της ελληνικής κυβέρνησης τόσο στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ όσο και στο πώς αντιμετωπίζει τις αγροτικές κινητοποιήσεις. Το να φτάνει στο σημείο, λοιπόν, να ανοίγει δικογραφία για τους αγρότες στην Κρήτη υπό την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης, μια κατηγορία που κατά κύριο λόγω έχει χρησιμοποιηθεί για τη μαφία και στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, είναι το τελευταίο σημάδι μιας πάγιας για καιρό πρακτικής.
Έχει γίνει πια σαφές, ακόμη και στους πιο δύσπιστους ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα στη χώρα μας, εν μέσω μιας γενικευμένης κλεπτοκρατίας και διαφθοράς, έχει φτάσει πλέον σε ένα όριο όπου το να γίνεται λόγος για «απονομιμοποίηση των θεσμών» δεν είναι παρά ένας ευγενικός τρόπος για να τίθεται το ζήτημα μιας θεσμικής κατρακύλας και «εκτροπής» που συντελείται εδώ και πολλά χρόνια. Τα ποσοστά που δίνουν οι δημοσκόποι στις ανάλογες ερωτήσεις είναι ενδεικτικά αυτής της κατάστασης.
Βρισκόμαστε υπό το άστρο μιας τέτοιας εξουσιομανίας και αλαζονείας όπου και το σύμπαν όλο να αναφλεγόταν από τις πολιτικές τους δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα, αρκεί να συνέχιζαν να βρίσκονται στα πράγματα. Ας σημειώσουμε τέλος ότι μόνο τυχαίο δεν κρίνεται το γεγονός πως αισθάνονται πιο δεμένοι με τους «συμμάχους» τους, ακόμη κι εάν έχει ζητήσει τη σύλληψή τους το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, παρά με τους πολίτες της χώρας που κυβερνούν.











