Σημαντική αλλαγή πολιτικής απέναντι στην Κίνα σηματοδοτεί η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να εγκρίνει την πώληση όπλων ύψους 11,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Ταϊβάν, με στόχο την αποτροπή μιας ενδεχόμενης κινεζικής επίθεσης. Η κίνηση αυτή έρχεται έπειτα από μήνες επιλογών που θεωρήθηκαν ευνοϊκές προς το Πεκίνο και εκλαμβάνεται ως στροφή 180 μοιρών υπέρ της Ταϊπέι.
Ένα από τα μεγαλύτερα πακέτα όπλων προς την Ταϊβάν
ο πακέτο, το οποίο απολαμβάνει διακομματική στήριξη στο Κογκρέσο, συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες πωλήσεις όπλων που έχουν εγκρίνει ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτείες προς τη νησιωτική δημοκρατία. Στον πυρήνα του περιλαμβάνονται τα πυραυλικά συστήματα HIMARS, τα οποία έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικά στο πεδίο μάχης της Ουκρανίας, ενισχύοντας τη φήμη τους ως κρίσιμο εργαλείο αποτροπής και ταχείας αντίδρασης.
Για την Ουάσιγκτον, η έγκριση της πώλησης συνιστά σαφές μήνυμα στήριξης προς την Ταϊβάν απέναντι σε μια ολοένα και πιο πιεστική κινεζική στρατιωτική απειλή, την οποία οι αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας χαρακτηρίζουν «επικείμενη» σε βάθος χρόνου.
Η Ταϊβάν ενισχύει τη δική της άμυνα
Η απόφαση των ΗΠΑ έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία και η ίδια η Ταϊβάν φαίνεται να αντιμετωπίζει πιο σοβαρά την άμυνά της. Ο πρόεδρος της χώρας ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ότι οι αμυντικές δαπάνες θα αυξηθούν σταδιακά στο 5% του ΑΕΠ έως το 2030. Παράλληλα, προανήγγειλε έναν συμπληρωματικό αμυντικό προϋπολογισμό ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ο οποίος θα επικεντρωθεί στην ενίσχυση των λεγόμενων «ασύμμετρων δυνατοτήτων» της χώρας.
Στρατιωτικοί αναλυτές εξηγούν ότι ο όρος αυτός παραπέμπει σε σχετικά χαμηλού κόστους, κινητά και ανθεκτικά οπλικά συστήματα, σχεδιασμένα ώστε να δυσκολεύουν έναν σαφώς ισχυρότερο αντίπαλο. Αντί να επιδιώκει να ανταγωνιστεί ευθέως τα κινεζικά πολεμικά πλοία ή αεροσκάφη, η Ταϊβάν επενδύει σε πυραύλους, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, θαλάσσιες νάρκες και δυνατότητες κυβερνοπολέμου.
Αντιφατικά μηνύματα από την Ουάσιγκτον
Παρά τη σκληρή γραμμή στο ζήτημα της Ταϊβάν, η συνολική στάση της κυβέρνησης Τραμπ απέναντι στην Κίνα εμφανίζεται αντιφατική. Την ίδια στιγμή που ενισχύει στρατιωτικά την Ταϊπέι, η Ουάσιγκτον κινείται σε πιο ήπιους τόνους σε άλλους τομείς των διμερών σχέσεων.
Την Τρίτη, η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την αναστολή των πρόσθετων δασμών στην κινεζική βιομηχανία ημιαγωγών για ακόμη 18 μήνες, επιδιώκοντας να αποκλιμακώσει τις εμπορικές εντάσεις. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε δώσει το πράσινο φως για την εξαγωγή των προηγμένων τσιπ H200 της Nvidia στην Κίνα, παρά τις έντονες ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια και ενώ παράλληλα προωθεί νομοθετική πρωτοβουλία που θα μπορούσε να περιορίσει τέτοιες εξαγωγές.
Ερωτήματα για τη συνοχή της στρατηγικής
Στο εμπορικό πεδίο, ο αμερικανός πρόεδρος έχει συχνά υιοθετήσει ρητορική που παρουσιάζει την Κίνα ως μικρότερη απειλή σε σύγκριση με άλλους εμπορικούς εταίρους, όπως ο Καναδάς, προκαλώντας επιπλέον σύγχυση για τις πραγματικές προτεραιότητες της αμερικανικής στρατηγικής.
Οι εξελίξεις αυτές γεννούν ερωτήματα τόσο στην Ασία όσο και στην Ουάσιγκτον σχετικά με τη συνοχή και τη μακροπρόθεσμη κατεύθυνση της πολιτικής Τραμπ απέναντι στο Πεκίνο. Ενώ η πώληση όπλων στην Ταϊβάν στέλνει σαφές μήνυμα αποτροπής, οι ταυτόχρονες κινήσεις προσέγγισης στον οικονομικό και τεχνολογικό τομέα αφήνουν ανοιχτό το ερώτημα αν πρόκειται για συνειδητή στρατηγική «διπλού δρόμου» ή για αντικρουόμενες επιλογές που δυσκολεύουν την κατανόηση των αμερικανικών προθέσεων.
Διαβάστε επίσης:
Οι ΗΠΑ ξεκίνησαν πόλεμο και στην Νιγηρία
Συνέλαβαν και τον άγιο Βασίλη στο Ισραήλ (βίντεο)
Να εύχεσαι… «ψόφο» στον Πούτιν αλλά να του ζητάς και ειρήνη;











