Θετική εξέλιξη η επίτευξη συμφωνίας στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής για το μεταναστευτικό, δήλωσε μετά το πέρας της Συνόδου των 27, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Απαιτείται ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις επιστροφές όσων δεν δικαιούνται άσυλο» υπογράμμισε,« πρέπει να ξέρει όποιος μπαίνει στην Ευρώπη, ότι αν δεν μπορεί να πάρει άσυλο, θα φεύγει».
Χαρακτήρισε ενδιαφέρουσα, που όμως χρειάζεται επεξεργασία, την πρόταση της Ιταλίας.
«Ούτε ξεπουλάμε, ούτε προδίδουμε κανέναν» τόνισε ο πρωθυπουργός για τα ελληνοτουρκικά, υπογραμμίζοντας ότι η χώρα έχει πληρώσει ακριβά στο παρελθόν την ακραία ρητορική, και χαρακτηρίζοντας σεβαστές τις απόψεις του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά.
Και στη συνέχεια πρόσθεσε: «Και τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει σήμερα η Πολωνία με την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού προβλήματος από τη Λευκορωσία και τη Ρωσία, η Ελλάδα τα αντιμετώπισε πρώτη.
Θέλω να θυμίσω τον Μάρτιο του 2020 ότι δείχνουμε πλήρη συμπαράσταση σε μια χώρα η οποία αντιμετωπίζει αντίστοιχα προβλήματα.
Αυτά τα χρόνια όμως, η πολιτική της Ευρώπης στο μεταναστευτικό άλλαξε και ήρθε πολύ πιο κοντά στις ελληνικές θέσεις και αυτό αποτελεί πια ένα αυταπόδεικτο συμπέρασμα. Το οποίο προκύπτει και από τα ίδια τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Η εξωτερική διάσταση της μετανάστευσης, η προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων, το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο αποτελούν επιτυχίες της Ευρώπης και είναι θέσεις οι οποίες είναι κοντά στις ελληνικές θέσεις.
Η Ευρώπη έχει πάρει μια απόφαση. Είναι μια απόφαση η οποία προφανώς εξυπηρετεί και τα ελληνικά συμφέροντα, ότι δεν είναι δυνατόν να καθορίζουν οι διακινητές ποιος θα εισέρχεται στην ευρωπαϊκή Ένωση.
Και αυτό το οποίο ερχόμαστε τώρα να συμπληρώσουμε ως επόμενο βήμα είναι να δρομολογήσουμε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις επιστροφές.
Διότι η επιχειρηματολογία μας θα είναι μόνο πλήρης αν πούμε ότι εμείς καθορίζουμε ποιος θέλει να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά όποιος δεν μπορεί και δεν έχει θέση στην Ευρώπη, γιατί δεν δικαιούται άσυλο, πρέπει να επιστρέφει στη χώρα από την οποία προήλθε.
Και αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο και της οδηγίας που δώσαμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επεξεργαστεί γρήγορα νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία γύρω από τα ζητήματα των επιστροφών.
Άρα, θεωρώ ότι η Ευρώπη με αργά αλλά σταθερά βήματα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και προς μια κατεύθυνση που εξυπηρετεί σίγουρα και τις ελληνικές θέσεις».
Για τις επιστροφές, σημείωσε:
«Να ξεκαθαρίσουμε τι κάνει και τι δεν κάνει η Ιταλία, γιατί προφανώς κάθε χώρα έχει και τις δικές της ιδιαιτερότητες.
Είναι μια καινούργια, ενδιαφέρουσα θα έλεγα λύση. Εγώ δεν την απέρριψα σε καμία περίπτωση για τις περιπτώσεις εκείνες των μεταναστών, οι οποίοι συλλέγονται σε διεθνή ύδατα.
Η Ελλάδα κατά τεκμήριο δεν έχει τέτοιου είδους ζητήματα και των οποίων οι αιτήσεις ασύλου θα τύχουν επεξεργασίας με βάση το ιταλικό δίκαιο.
Στην Αλβανία όμως, οι άνθρωποι αυτοί τελικά με τον ένα, με τον άλλο τρόπο θα περάσουν πάλι μέσα από την μέσα από την Ιταλία -και να το τονίσω αυτό- είναι μια διμερή συμφωνία μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας και δεν είναι μια απόφαση η οποία σε αυτό το επίπεδο έχει ευρωπαϊκή διάσταση.
Αυτό το οποίο έχει αξία είναι ότι στην επιστολή της κ. Φον Ντερ Λάιεν για τις επιστροφές υπάρχει μια φράση ότι θα εξετάσουμε και καινοτόμες λύσεις και μέσα στις καινοτόμες λύσεις που μπορούν να εξεταστούν, είναι και αυτή η ιδέα των κέντρων εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους οποίους θα αποστέλλονται μετανάστες των οποίων οι αιτήσεις ασύλου θα απορρίπτονται αν αυτοί δεν μπορούν να επιστραφούν κατευθείαν στις χώρες προέλευσής τους.
Αυτό είναι ακόμα μια ιδέα. Δεν έχει τύχει επεξεργασίας.
Επί της αρχής τη βρίσκω θετική και προφανώς όταν δούμε τις συγκεκριμένες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα μπορούμε να τοποθετηθούμε».
Αναφερόμενος στη σχετική συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας για επιστροφές που ωστόσο δεν έγιναν ποτέ, τόνισε:
«Έχω τονίσει πολλές φορές ότι έχει βελτιωθεί η συνεργασία μας με την Τουρκία στο επίπεδο του προσφυγικού μεταναστευτικού.
Αυτό αφορά όμως την επιχειρησιακή διάσταση και την καλύτερη συνεργασία μεταξύ των κρατικών αρχών Ελλάδος και Τουρκίας και κυρίως την καλύτερη συνεργασία με το Λιμενικό.
Όμως έχετε δίκιο να επισημαίνετε ότι οι επιστροφές στην Τουρκία δεν γίνονται και θα πρέπει να γίνουν και προφανώς αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο μας απασχολεί. Το θίγουμε στην Τουρκία. Δεν είμαστε μόνο εμείς αυτοί που το θίγουμε και πιστεύω ότι είναι ένα ζήτημα στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε.
Η Ελλάδα κάνει επιστροφές, αλλά θέλω να τονίσω ότι οι επιστροφές είναι μια δύσκολη διαδικασία συνολικά, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για την ευρωπαϊκή Ένωση. Στατιστικά, μόνο ένας στους πέντε από αυτούς, οι οποίοι πρέπει να επιστρέψουν στις χώρες προέλευσης, τελικά επιστρέφουν.
Και γι’ αυτό και έχει τόσο μεγάλη σημασία το γεγονός ότι η Ευρώπη και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έρχεται και αναγνωρίζει αυτό το πρόβλημα και λέει ουσιαστικά για να το πω με πολύ απλά λόγια, ότι αν δεν δικαιούσαι να μπεις στην Ευρώπη, πρέπει να γυρίσεις. Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να στείλουμε ένα μήνυμα και στους διακινητές. Αλλά και σε αυτούς που γνωρίζουν ότι δεν δικαιούνται άσυλο: Ότι αν έρθουν στην Ευρώπη έχουν αυξημένες πιθανότητες να επιστρέψουν στη χώρα από την οποία ήρθαν.
Είναι μια απολύτως σωστή πολιτική. Η Ελλάδα επέμενε πολλά χρόνια σε αυτή την τη διάσταση, την οποία τονίζω ότι ερχόμαστε να συμπληρώσουμε με συμφωνίες νόμιμης μετανάστευσης, διμερείς, όπως αυτές που κάνει η Ελλάδα, αλλά και πάλι τους όρους με τους οποίους θα έρθει κάποιος οικονομικός μετανάστης τους καθορίζουμε εμείς και όχι οι διακινητές.
Αν μπεις παράνομα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να υπάρχει τρόπος να γυρίσεις πίσω στη χώρα από την οποία ξεκίνησες.
Για να το πω πολύ απλά και πολύ απλοϊκά, αυτό είναι το νόημα της της νέας προσπάθειας που πρέπει να κάνουμε ως Ευρωπαϊκή Ένωση και η οποία πρέπει να συμπληρώσει και νομοθετικά, όπως ξέρετε, το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, καθώς το κεφάλαιο αυτό το είχαμε αφήσει εκτός των ευρωπαϊκών συζητήσεων».
Σε ερώτημα που τέθηκε για φωνές στη χώρα που μιλούν για ξεπουλήματα, «πακέτο Κύπρου και Αιγαίου» συμπεριλαμβανομένης αυτής του πρώην πρωθυπουργού κ. Σαμαρά, τοποθετήθηκε λέγοντας τα εξής:
«Επιτρέψτε μου να κάνω μια διάκριση μεταξύ των απόψεων του κυρίου Σαμαρά και των υπόλοιπων φωνών που ακούγονται γύρω από τα ζητήματα αυτά. Για τον κύριο Σαμαρά θα πω ότι οι απόψεις του είναι σεβαστές.
Θέλω να θυμίσω ότι ήταν τέως πρωθυπουργός, ήταν άνθρωπος ο οποίος συναντήθηκε με τον κ. Ερντογάν και επί διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά και με υπουργό τον κ. Βενιζέλο.
Γινόντουσαν και διερευνητικές επαφές απλά για να υπενθυμίσω λίγο τι συνέβαινε εκείνη την εποχή.
Τώρα όμως αφήνω στην άκρη αυτό το θέμα. Διαπιστώνω ότι υπάρχουν πολλές εξαιρετικά ακραίες φωνές στην Ελλάδα από κόμματα τα οποία βρίσκονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και από διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία περίπου κατηγορούν την κυβέρνηση και εμένα, τον υπουργό Εξωτερικών, ότι είμαστε μειοδότες, γιατί κάνουμε τι; Γιατί συζητούμε με την Τουρκία;
Αναρωτιέμαι πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς προστατεύσαμε τα σύνορα της Ελλάδος στον Έβρο;
Πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς επεκτείναμε τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια στο Ιόνιο, όταν υπογράφαμε την αποκλειστική οικονομική Ζώνη με την Αίγυπτο, δημιουργώντας κυριαρχικά δικαιώματα με τη βούλα, με το νόμο πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν αγοράζαμε της Rafale τα ραφάλ; Όταν κάναμε την παραγγελία για τα για τα F-35;
Έχω μιλήσει και στο παρελθόν για “πατριώτες της φακής”.
Και εν πάση περιπτώσει σήμερα η Ελλάδα είναι σε θέση να συζητά με την Τουρκία πολιτισμένα, αλλά και σε μια θέση πολύ πιο ισχυρή απ ό, τι ήταν το 2019 και το συζητάμε. Δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε ούτε ξεπουλάμε ούτε προδίδουμε κανέναν.
Και η χώρα έχει πληρώσει πολύ ακριβά στην ιστορία της αυτήν την ακραία ρητορική, η οποία δεν υπηρετεί τελικά τα εθνικά συμφέροντα και σίγουρα δεν κομίζει και καμία ουσιαστική εναλλακτική στο τραπέζι.
Η Ελλάδα λοιπόν -σε αυτό στηρίζω απόλυτα τον υπουργό Εξωτερικών- θα εξακολουθεί να συνομιλεί με την Τουρκία όπως το έχουμε ήδη κάνει.
Έχω συναντηθεί έξι φορές με τον κύριο Ερντογάν. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε συμφωνήσει ότι είμαστε κοντά σε μια συμφωνία για τα ζητήματα των θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο.
Αλλά ήθελα να δώσω αυτή τη λίγο πιο εκτεταμένη απάντηση προς όλους αυτούς, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πιο πατριώτες από ότι είμαστε όλοι εμείς. Υποψιάζομαι ότι σε μια πραγματική κρίση θα ήταν οι πρώτοι που “θα έβαζαν την ουρά στα σκέλια”.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την ακρίβεια, που εξακολουθεί να πιέζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ειδικά με τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος, σχετικά με το αν συζητήθηκε το θέμα της ανταγωνιστικότητας, με δεδομένο ότι είχε σταλεί πρόσφατα και επιστολή στην κ. Φον ντερ Λάιεν, όπου επισημαίνονταν οι μεγάλες στρεβλώσεις στην χονδρική αγορά ενέργειας, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε:
«Η επιστολή αυτή είχε αποτέλεσμα διότι υπάρχει στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μια παράγραφος η οποία δίνει σαφή εντολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διερευνήσει τις στρεβλώσεις που παρατηρήθηκαν στην αγορά ενέργειας όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, για δύο μήνες το περασμένο καλοκαίρι.
Είναι στρεβλώσεις οι οποίες δεν εξηγούνται εύκολα που έχουν να κάνουν με τον εξαιρετικά περίπλοκο τρόπο που είναι δομημένη η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας. Είναι όμως πολύ παράξενο, όχι για κάποιες ώρες ή για κάποιες μέρες, αλλά για δύο μήνες, μια ολόκληρη περιοχή της Ευρώπης -δεν αναφέρομαι μόνο στην Ελλάδα- να πληρώνει τιμές ρεύματος πολύ υψηλότερες από την υπόλοιπη Ευρώπη σε μια υποτίθεται ενιαία αγορά, χωρίς να έχουν αυξηθεί οι τιμές του φυσικού αερίου.
Άρα το αίτημά μας έγινε δεκτό από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και αναμένουμε άμεσα τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η στρέβλωση».
Στο τελευταίο ερώτημα που ετέθη στον πρωθυπουργό αναφορικά με τη σημερινή (17/10) δημοσιοποίηση από την ΕΛΣΤΑΤ των αναθεωρημένων στοιχείων για την πορεία του ΑΕΠ, δεδομένου ότι το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 5 δισεκατομμύρια και εξίσου αυξάνονται και οι επενδύσεις, για το τι σηματοδοτούν αυτά τα στοιχεία για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης – τον οικονομικό της σχεδιασμό, απάντησε τα εξής:
«Θα ανησυχούσα αν συνέβαινε το ανάποδο. Όπως ξέρετε η ΕΛΣΤΑΤ σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα προχωράει σε μια συνολική αναθεώρηση των οικονομικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου και του ΑΕΠ.
Και είναι πολύ ενθαρρυντικό το γεγονός ότι τα τελικά στοιχεία του ΑΕΠ δείχνουν ότι η ανάπτυξη την οποία πέτυχε η κυβέρνησή μας ήταν ακόμα υψηλότερη από αυτή την οποία γνωρίζαμε, όπως τουλάχιστον είχε αποτυπωθεί αποτυπωθεί από τα προηγούμενα. Και δεν αλλάζει κάτι στην οικονομική μας πολιτική.
Απλά τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική, ότι αυτή η αναπτυξιακή δυναμική δεν τροφοδοτείται μόνο από την κατανάλωση, όπως συνέβαινε συχνά στο παρελθόν, αλλά σημαντικό ρόλο σε αυτή τη δυναμική παίζουν και οι επενδύσεις και θα έλεγα ότι είναι μια επιβεβαίωση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και σίγουρα ένα ενθαρρυντικό μήνυμα το οποίο τελικά, επειδή αλλάζει όλη η βάση του ΑΕΠ, θα αποτυπωθεί και στους δείκτες όπως ο δείκτης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και όλα τα στατιστικά δεδομένα τα οποία λαμβάνουν υπόψη το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αν αυξάνεται αυτό, προφανώς βελτιώνεται συνολικά η θέση της χώρας και συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σε όλους αυτούς τους δείκτες».