1.
Η Κίνα προοδεύει επειδή οι ΗΠΑ υποχωρούν παγιδευμένες πρωτίστως στην εσωτερική τους κρίση και δευτερευόντως στον τρόπο που αντιμετώπισαν τις παγκόσμιες εξελίξεις μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι ΗΠΑ διέπραξαν κατά την συγκεκριμένη περίοδο δύο θεμελιώδη λάθη: πρώτον, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τη Μόσχα ως μεγάλη δύναμη –με πρωτεργάτες τους Δημοκρατικούς και τους Νέο-Συντηρητικούς- ασκώντας πολιτική που την έσπρωξε στην αγκαλιά του Πεκίνου – το να την βγάλουν από αυτή την αγκαλιά του, όπως θα ήθελε ο Τραμπ, και να την στρέψουν εναντίον της Κίνας σήμερα είναι μη ρεαλιστικό- και δεύτερον πίστεψαν ότι επιτρέποντας την ένταξη της Λαϊκής Δημοκρατίας στις παγκοσμιοποιημένες οικονομικές διεργασίες – με αποκορύφωμα την ένταξη της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου- θα την ενσωμάτωνε στο σύστημά τους. Το σχέδιο μετατροπής του κινεζικού καθεστώτος σε κάποια μορφή φιλελεύθερης δημοκρατίας, με βάση τις οικονομικές λειτουργίες του κεφαλαίου, μια φιλελεύθερη χυδαιότητα που υποστηρίζει την υπεροχή της οικονομίας έναντι της πολιτικής, έχει οδηγήσει στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Η Κίνα έμαθε σωστά το μάθημα από το πάθημα του Γκορμπατσώφ!!!
Οι Ηνωμένες Πολιτείες εκτός του ότι παλεύουν με τον εαυτό τους, το ομολογεί ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ όταν επιμένει ότι: «Ο εχθρός είναι εντός», συγχρόνως παλεύουν ταυτόχρονα με τον Νούμερο Δύο (Κίνα) και τον Νούμερο Τρία (Ρωσία), σε μια προσπάθεια να ανακτήσει την ηγεμονία, ενώ παράλληλα διχάζουν και περιφρονούν τους ευρωατλαντικούς «συμμάχους». Στην κατάσταση αυτή βρέθηκαν οι ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία – ίσως και λίγο παραπάνω- αφού προηγουμένως τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι (με τον Μπους υιό) όσο και οι Δημοκρατικοί (με τον Ομπάμα) συμπεριφέρθηκαν με αλαζονικό τρόπο στη Ρωσία και στον Πούτιν που επιζητούσε μια κάποια σύνδεση με τη Δύση ως αυτόνομη οντότητα. {Οι ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ακολούθησαν, σε σχέση με το νέο Ρωσικό κράτος, το δόγμα Brzezinski, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία θα πρέπει να εξελιχθεί, από την άποψη της ισχύος, σε ένα κράτος περίπου σαν τη σημερινή Γερμανία ή τη Γαλλία, ενταγμένη πλήρως στο δυτικό θεσμικό πλαίσιο, υπό την κυριαρχία των ΗΠΑ. Η επέκταση του ΝΑΤΟ σε όλες τις χώρες του ανατολικού σχηματισμού και κυρίως η πλήρης αποκοπή της Ουκρανίας από τον ρωσικό έλεγχο με την εισδοχή της στο ΝΑΤΟ και τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς θα αποτελούσε την καταλυτική πράξη για επίτευξη αυτού του σχεδιασμού.
Γράφει ο Brzezinski (*1): «Το πιο ενοχλητικό (για τη Ρωσία) από όλα ήταν η απώλεια της Ουκρανίας. Η εμφάνιση ενός ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους δεν ήταν μόνο μια πρόκληση για όλους τους Ρώσους, που καλούνταν να ξανασκεφτούν τη φύση της δικής τους πολιτικής και εθνοτικής ταυτότητας, αλλά και αντιπροσώπευε ζωτική γεωπολιτική υποχώρηση για το ρωσικό κράτος. Η αποκήρυξη της ρωσικής αυτοκρατορικής ιστορίας, που διάρκεσε πάνω από τριακόσια χρόνια, σήμαινε την απώλεια μιας δυνητικά πλούσιας βιομηχανικής και αγροτικής οικονομίας και 52 εκατομμυρίων ατόμων, που είναι επαρκώς συγγενείς με τους Ρώσους από εθνοτική και θρησκευτική άποψη, ώστε να κάνουν τη Ρωσία ένα πραγματικό μεγάλο και γεμάτο πεποίθηση αυτοκρατορικό κράτος. Η ανεξαρτησία της Ουκρανίας στέρησε επίσης τη Ρωσία από την κυρίαρχη θέση της στη Μαύρη θάλασσα, όπου η Οδησσός χρησίμευε ως ζωτική πύλη της Ρωσίας για το εμπόριο με τη Μεσόγειο και τον πέραν αυτής κόσμο. Η απώλεια της Ουκρανίας ήταν κρίσιμης σημασίας από γεωπολιτική άποψη, γιατί μείωσε δραστικά τις γεωστρατηγικές επιλογές της Ρωσίας» (σ.162-3).
Και συνεχίζει: «Η μοναδική πραγματική γεωστρατηγική επιλογή – η επιλογή που θα μπορούσε να δώσει στη Ρωσία ρεαλιστικό διεθνή ρόλο και επίσης να μεγιστοποιήσει τη δυνατότητά της να μετασχηματιστεί και να εκσυγχρονιστεί κοινωνικά– είναι η Ευρώπη. Και όχι οποιαδήποτε Ευρώπη, αλλά η διατλαντική Ευρώπη της διευρυνόμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης και του διευρυνόμενου ΝΑΤΟ. Αυτή είναι η Ευρώπη με την οποία θα έπρεπε να συνδεθεί η Ρωσία, αν θέλει να αποφύγει την επικίνδυνη γεωπολιτική απομόνωση. Για την Αμερική, η Ρωσία είναι πολύ αδύναμη για να είναι εταίρος, αλλά είναι ακόμη πολύ ισχυρή για να είναι απλώς πελάτης. Είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει πρόβλημα, εκτός και αν η Αμερική δημιουργήσει ένα περιβάλλον το οποίο βοηθά να πειστούν οι Ρώσοι ότι η καλύτερη επιλογή για την χώρα τους είναι μια όλο και πιο οργανική σχέση με τη διατλαντική Ευρώπη» (σ. 206).

Ακόμη παρακάτω: «Ωστόσο, ακόμη πιο σημαντική είναι η Ουκρανία. Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ επεκτείνονται, η Ουκρανία θα είναι τελικά σε θέση να επιλέξει αν επιθυμεί ή όχι να γίνει μέλος αυτών των οργανισμών. Προκειμένου να ενισχύσει την ξεχωριστή ύπαρξή της, ίσως η Ουκρανία θα επιθυμεί να μπει και στους δύο οργανισμούς, από τη στιγμή που τα σύνορά τους θα φτάσουν σε αυτή τη χώρα και θα αρχίσει να αποκτά, χάρη στον εσωτερικό μετασχηματισμό της, τα προσόντα για να γίνει μέλος τους. Αν κάτι τέτοιο θα χρειαστεί χρόνο, δεν είναι πολύ νωρίς για τη Δύση –συνεχίζοντας να ενισχύει τους οικονομικούς δεσμούς και τους δεσμούς ασφαλείας με το Κίεβο– να αρχίσει να υποδεικνύει τη δεκαετία 2005-2015 ως λογικό χρονικό πλαίσιο στο οποίο θα αρχίσει η προοδευτική ένταξη της Ουκρανίας, περιορίζοντας έτσι τον φόβο των Ουκρανών ότι η επέκταση της Ευρώπης θα σταματήσει στα πολωνο-ουκρανικά σύνορα» (σ. 211).
Και η κατακλείδα: «Η Αμερική ούτε είχε διάθεση να μοιραστεί την παγκόσμια ισχύ της με τη Ρωσία ούτε μπορούσε να το κάνει, ακόμη και αν το ήθελε. Απλούστατα, η νέα Ρωσία ήταν πολύ αδύναμη, πολύ κατεστραμμένη από τρία τέταρτα αιώνα κομμουνιστικής εξουσίας και πολύ καθυστερημένη κοινωνικά για να μπορεί να είναι στα μάτια της Ουάσιγκτον πραγματικός παγκόσμιος εταίρος» (σ. 176).
Ο βασικός κίνδυνος της «γραμμής» Brzezinski, την οποία ακολούθησαν οι ΗΠΑ στην αντιμετώπιση της Ρωσίας, ήταν η τελευταία να στραφεί προς την Ασία και να προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα είδος «αντισυμμαχίας εναντίον της ηγεμονικής θέσης της Αμερικής στην Ευρασία» (*2).
Δύο ήταν οι βασικές χώρες οι οποίες θα μπορούσαν να προχωρήσουν ενδεχομένως σε ένα είδος συνασπισμού ενάντια στην Αμερική: η Κίνα και το Ιράν. «Το αποτέλεσμα θα μπορούσε, τουλάχιστον θεωρητικά, να συνενώσει την παγκόσμια σλαβική ηγετική δύναμη, την πιο μαχητική ισλαμική δύναμη, στον κόσμο καθώς και την πολυπληθέστερη παγκόσμια και ισχυρότερη στην Ασία δύναμη, δημιουργώντας έτσι έναν κραταιό συνασπισμό»(*3) και συνεχίζει «Ωστόσο, ένας συνασπισμός της Ρωσίας τόσο με την Κίνα όσο και με το Ιράν μπορεί να αναπτυχτεί μόνο αν οι ΗΠΑ είναι αρκετά κοντόθωρες ώστε να ανταγωνίζονται ταυτοχρόνως την Κίνα και το Ιράν. Σίγουρα, αυτό το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί… Εντούτοις, ούτε το Ιράν ούτε η Κίνα ήταν έτοιμες να παίξουν την τύχη τους στρατηγικά με τη Ρωσία, που ήταν ασταθής και αδύναμη..» (*4).
Εικοσιπέντε χρόνια μετά, από τότε που έγραφε ο Z. Brzezinski, η κατάσταση στην πλέον σημαντική γεωγραφική περιοχή του πλανήτη, την Ευρασία, έχει μεταβληθεί άρδην (*5), η Κίνα έχει καταστεί παγκόσμια οικονομική δύναμη (*6) και με έντονο γεωπολιτικό αποτύπωμα (*7). Το Ιράν αποτελεί στενό σύμμαχο της Ρωσίας. Η ίδια η Ρωσία βρίσκεται σε εντελώς άλλο επίπεδο ισχύος από αυτό της δεκαετίας του 1990 (*8).
Το πόσο λανθασμένη αποδείχτηκε η πρακτική εφαρμογή της ανάλυσης Z. Brzezinski φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού. Μάλιστα οι αμερικανικές αρχηγεσίες δεν έλαβαν υπόψη τους ούτε την εμφανή αλλαγή της ισχύος της Ρωσίας και της Κίνας από τότε που έγραφε αυτές τις αναλύσεις ο Δημοκρατικός Brzezinsk!!!
Η διαμάχη για την Ουκρανία ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για την Κίνα. Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη για τη δημιουργία μιας τεράστιας σφαίρας επιρροής στην Ευρασία και τον Πλανήτη γενικότερα. Η διαδικασία ξεκίνησε από τις περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που γεωγραφικά βρίσκονται μεταξύ της Κεντρικής Ασίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και στη συνέχεια εκμεταλλεύτηκε την πολιτική του Πούτιν, να εισβάλλει στην Ουκρανία με τις γνωστές συνέπειες και με την επίσης γνωστή κατάληξη: η Ρωσία παρότι είναι Μεγάλη Δύναμη, ουσιαστικά περιορίζεται σε κατώτερο εταίρο του Σι στην προσπάθεια σχηματισμού ενός νέου πλανητικού καταμερισμού ισχύος.

2,
Η Κίνα και η Ρωσία έχουν μια μακρά, περίπλοκη ιστορία μαζί, που χαρακτηρίζεται από περιόδους συνεργασίας και έντονης στρατηγικής αντιπαλότητας. Οι δύο χώρες έχουν ενισχύσει τους δεσμούς τους την τελευταία δεκαετία, λόγω ότι δέχονται ανηλεή εχθρική πίεση από τις ΗΠΑ.
Στο παρελθόν, οι διμερείς εντάσεις έχουν ξεσπάσει για ζητήματα ιδεολογικά αλλά και για προβλήματα που είχαν ανακύψει στα εκτεταμένα κοινά σύνορα των χωρών, μήκους 4184 χιλιομέτρων. Από τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, ωστόσο, η σχέση Κίνας-Ρωσίας έχει βελτιωθεί σημαντικά. Οι δύο χώρες έλυσαν επίσημα τη συνοριακή τους διαφορά τη δεκαετία του 2000 και τώρα ασκούν μεγαλύτερη συνεργασία ασφαλείας μέσω κοινών στρατιωτικών ασκήσεων και συμφωνιών όπλων. Ενώ οι κοινές ασκήσεις ασφαλείας έχουν αυξηθεί, οι δύο στρατοί δεν επιδεικνύουν διαλειτουργικότητα, πράγμα που σημαίνει ότι οι δυνάμεις και τα συστήματά τους δεν συντονίζονται με ενιαίο τρόπο. Στο Γράφημα 1 παρουσιάζονται οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις των δύο χωρών.
Οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις Ρωσίας-Κίνας έχουν αυξηθεί σημαντικά σε αριθμό, μέγεθος, πολυπλοκότητα και γεωγραφικό εύρος από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Από την πρώτη τους το 2003, οι δύο χώρες έχουν διεξάγει συνολικά 93 κοινές ασκήσεις – 28 από αυτές, ή σχεδόν το ένα τρίτο, από τις 24 Φεβρουαρίου 2022.
Μόνο το 2024, πραγματοποίησαν 11 κοινές ασκήσεις σε χερσαίους, ναυτικούς και εναέριους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης κοινής ναυτικής περιπολίας τους στον Αρκτικό Ωκεανό, της πρώτης κοινής περιπολίας της ακτοφυλακής και της πρώτης κοινής εναέριας περιπολίας που εισήλθε στη ζώνη αναγνώρισης αεράμυνας των ΗΠΑ. Τον Σεπτέμβριο του 2024, η Κίνα συμμετείχε στην Ocean-2024, τη μεγαλύτερη ναυτική άσκηση της Ρωσίας από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Τον Αύγουστο του 2025, πραγματοποίησαν την πρώτη κοινή περιπολία υποβρυχίων (*9).

Η Κίνα έχει μειώσει σημαντικά τις εισαγωγές όπλων από τη Ρωσία τα τελευταία χρόνια. Αυτή η τάση οφείλεται στην αυξανόμενη αυτάρκεια της Κίνας στην στρατιωτική παραγωγή και έχει επιταχυνθεί από τη μείωση των εξαγωγών όπλων της Ρωσίας εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία. Ενώ οι ρωσικές παραδόσεις εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μερίδιο των εισαγωγών όπλων της Κίνας (76% το 2023), η συνολική τους σημασία έχει μειωθεί, όπως αντικατοπτρίζεται στη μείωση του όγκου (Γράφημα 2)

3.
Η Κίνα και η Ρωσία συντονίζονται επίσης μέσω διεθνών θεσμών για να αμφισβητήσουν τους κανόνες της παγκόσμιας τάξης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Οι χώρες έχουν ευθυγραμμιστεί σε πολυμερείς θεσμούς για να αντιταχθούν στην επιρροή των ΗΠΑ στον κόσμο. Έχουν επίσης ιδρύσει τους δικούς τους θεσμούς, όπως η ομάδα BRICS (μαζί με τη Βραζιλία, την Ινδία και τη Νότια Αφρική) και ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), για να συγκεντρώσουν υποστήριξη από αναπτυσσόμενες χώρες.
Οι BRICS αποτελούν ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό όχημα παγκόσμιας επιρροής από την πρώτη σύνοδο κορυφής τους το 2009 και στοχεύουν στην προώθηση της αποδολαριοποίησης για να αμφισβητήσουν την παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου ΗΠΑ. Από το 2025, η Αίγυπτος, η Αιθιοπία, το Ιράν, η Ινδονησία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν επίσημα ενταχθεί στην ομάδα BRICS. Η Κίνα έχει επίσης συντονιστεί με αντιπάλους των ΗΠΑ, όπως η Βόρεια Κορέα και το Ιράν, για να υποστηρίξει τη Ρωσία οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά κατά τη διάρκεια του πολέμου της στην Ουκρανία, γεγονός που ώθησε ορισμένους αναλυτές να χαρακτηρίσουν τη συμμαχία «άξονα αναταραχής».
Από την επιστροφή του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία, η Κίνα και η Ρωσία έχουν επεκτείνει τη συνεργασία τους ώστε να συμπεριλάβουν και άλλες χώρες που δεν είναι ευθυγραμμισμένες με τη Δύση. Μεταξύ αυτών είναι η Ινδία, μια χώρα στην οποία ο Τραμπ επέβαλε δασμούς 50% παρά τη σημασία της ως στρατηγικού εταίρου στην αντιμετώπιση της ανόδου της Κίνας. Τον Σεπτέμβριο του 2025, ο πρωθυπουργός της Ινδίας Νεχέντρα Μόντι συναντήθηκε με τον Σι και τον Πούτιν στο περιθώριο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), σε αυτό που οι αναλυτές λένε ότι είναι μια δημόσια προσπάθεια επίδειξης ενότητας (*10). Στο διπλωματικό μέτωπο, αν και η Κίνα και η Ρωσία συντονίζονται σε διεθνή φόρα, δεν φαίνεται να μοιράζονται το ίδιο όραμα για την παγκόσμια τάξη.
4.
Επιπλέον, η οικονομική τους σχέση έχει ακμάσει λόγω των δυτικών κυρώσεων που εξανάγκασαν τη Ρωσία να μην έχει εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη και με ορισμένες ακόμη χώρες της Δύσης. Η οικονομική τους σχέση έχει εμβαθύνει, αλλά παραμένει ασύμμετρη, με τη Ρωσία να εξαρτάται πολύ περισσότερο από την Κίνα από ό,τι το αντίστροφο (Γράφημα 7).

4.1
Το διμερές εμπόριο Κίνας – Ρωσίας (στο Γράφημα 4 παρουσιάζεται η εξέλιξή του από τις αρχές του 21ου αιώνα) έχει αυξηθεί σταθερά την τελευταία δεκαετία και έχει ενταθεί από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το 2024, το συνολικό εμπόριο έφτασε τα 245 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, υπερδιπλάσιο από αυτό του 2020. Το εμπορικό ισοζύγιο ήταν σχετικά ισορροπημένο σε αξία, με μόνο ένα μικρό ρωσικό πλεόνασμα.

Ωστόσο, είναι διαρθρωτικά ανισόρροπο στους τύπους αγαθών που διακινούνται. Οι εξαγωγές της Ρωσίας προς την Κίνα αποτελούνται κυρίως από ορυκτά καύσιμα και άλλους φυσικούς πόρους, ενώ οι εξαγωγές της Κίνας αποτελούνται από μεταποιημένα προϊόντα όπως αυτοκίνητα, τρακτέρ, ηλεκτρονικά είδη και άλλα καταναλωτικά προϊόντα. Η αξία των ρωσικών εξαγωγών είναι επομένως ευαίσθητη στις ασταθείς αγορές ενέργειας και ένα μεγάλο μέρος της αύξησής της τα τελευταία χρόνια οφείλεται στις υψηλότερες τιμές ενέργειας. Από την αρχική άνοδο το 2022 και το 2023, το διμερές εμπόριο σταθεροποιήθηκε το 2024, με μια μικρή μείωση που παρατηρήθηκε μέχρι στιγμής το 2025.
4.2
Οι εξελίξεις στις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία προς την Κίνα παρουσιάζονται στο Γράφημα 5. Οι εξαγωγές ενέργειας της Ρωσίας προς την Κίνα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του διμερούς εμπορίου τους, αυξάνοντας σταθερά τόσο σε αξία όσο και σε όγκο. Μετά το 2022, η αγορά της Κίνας λειτούργησε ως δίχτυ ασφαλείας, επιτρέποντας στη Ρωσία να ανακατευθύνει τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων από τη Δύση. Ωστόσο, η σημαντική μείωση της αξίας τους από το 2024 – ειδικά στην περίπτωση της ροής πετρελαίου – δείχνει πόσο πολύ εξαρτάται αυτό το εμπόριο από τις παγκόσμιες τιμές ενέργειας, υπογραμμίζοντας τους περιορισμούς στην περαιτέρω επέκταση.

Οι ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου προς την Κίνα αυξήθηκαν από το 2022 και μετά, φτάνοντας σε πάνω από 108 εκατομμύρια τόνους το 2024 – αύξηση περίπου 30% από το 2022. Το αυξανόμενο μερίδιο του ρωσικού πετρελαίου στις εισαγωγές της Κίνας είναι σε μεγάλο βαθμό συνέπεια των δυτικών κυρώσεων, οι οποίες ανάγκασαν τη Ρωσία να ανακατευθύνει τις εξαγωγές αργού πετρελαίου – ακόμη και με κάποια έκπτωση.
Οι ρωσικές εξαγωγές άνθρακα προς την Κίνα έχουν αυξηθεί σταθερά, με αξιοσημείωτη επιτάχυνση το 2023 λόγω των δυτικών κυρώσεων. Καθώς οι Ρώσοι εξαγωγείς έχασαν την πρόσβαση στις αγορές της ΕΕ, ενέτειναν τις αποστολές προς την Κίνα. Ωστόσο, αφού έφτασαν σε ιστορικό υψηλό το 2023, οι όγκοι άρχισαν να μειώνονται, υποδηλώνοντας ορισμένους περιορισμούς στην περαιτέρω ανάπτυξη λόγω της αύξησης της εγχώριας παραγωγής στην Κίνα και της διαφοροποίησης των εισαγωγών άνθρακα.
Οι ρωσικές εξαγωγές LNG προς την Κίνα έχουν αυξηθεί σταθερά, με μια προσωρινή μείωση το 2021 λόγω περιορισμών που σχετίζονται με την πανδημία. Οι κινεζικές εισαγωγές LNG από τη Ρωσία υπερτριπλασιάστηκαν μεταξύ 2019 και 2024, φτάνοντας το ρεκόρ των 8,3 εκατομμυρίων τόνων.
Η Ρωσία άρχισε να εξάγει φυσικό αέριο μέσω αγωγών στην Κίνα το 2019 με την έναρξη του Power of Siberia-1, ο οποίος αναμένεται να φτάσει στην πλήρη χωρητικότητά του των 38 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων ετησίως έως το 2025. Η Κίνα έχει γίνει μια κρίσιμη αγορά για το ρωσικό φυσικό αέριο, συμβάλλοντας στην αντιστάθμιση των απωλειών από την Ευρώπη. Ωστόσο, παρά την αύξηση των εξαγωγών, η Ρωσία χρειάζεται πρόσθετους αγωγούς για να επεκτείνει περαιτέρω το μερίδιο αγοράς της.
4.3
Το μερίδιο του κινεζικού γουάν (CNY) στο διεθνές εμπόριο της Ρωσίας αυξήθηκε απότομα μετά την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 και τις επακόλουθες δυτικές κυρώσεις. Πριν από τον πόλεμο, οι διακανονισμοί σε CNY αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 2% του συνολικού εμπορίου της Ρωσίας, αλλά αυξήθηκαν γρήγορα, φτάνοντας σχεδόν το 40% τον Ιανουάριο του 2024(Γράφημα 6).

Ωστόσο, αυτή η τάση ανάπτυξης σταμάτησε μετά την ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ ότι θα μπορούσε να επιβάλει δευτερογενείς κυρώσεις σε οντότητες τρίτων χωρών που βοηθούν τη στρατιωτικοβιομηχανική βάση της Ρωσίας. Έκτοτε, η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας έχει σταματήσει να δημοσιεύει συγκεκριμένα στοιχεία για το μερίδιο του γουάν. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας που βασίζονται σε διαθέσιμα επίσημα στοιχεία, το μερίδιο του CNY στο διεθνές εμπόριο της Ρωσίας έχει έκτοτε μειωθεί σε περίπου 30%. Εν τω μεταξύ, ο ρόλος του εγχώριου νομίσματος της Ρωσίας, του ρουβλιού, έχει αυξηθεί σημαντικά (*11).
Σε μια προσπάθεια να μειώσουν την εξάρτησή τους από τα δυτικά τραπεζικά συστήματα, η Κίνα και η Ρωσία έχουν αρχίσει να απομακρύνονται από τη χρήση δολαρίων ΗΠΑ για το εμπόριο, μια διαδικασία γνωστή ως αποδολαριοποίηση. Η Ρωσία χρησιμοποιεί ολοένα και περισσότερο ευρώ για το εξωτερικό της εμπόριο, αν και με την Κίνα χρησιμοποιεί συχνότερα το γουάν ή το ρούβλι. Ωστόσο, η Κίνα δεν έχει ακόμη ενταχθεί στο Σύστημα Μεταφοράς Χρηματοοικονομικών Μηνυμάτων (SPFS) της Ρωσίας, το οποίο δημιουργήθηκε ως εναλλακτική λύση στην υπό την ηγεσία των ΗΠΑ Εταιρεία για Παγκόσμιες Διατραπεζικές Χρηματοοικονομικές Τηλεπικοινωνίες (SWIFT).
Αν και δεν είναι σαφές εάν η Ρωσία αποτελεί επίσημα μέρος της BRI της Κίνας, ο Πούτιν έχει παρακολουθήσει κάθε φόρουμ Belt and Road από την εναρκτήρια συνεδρίασή του το 2017. Στη σύνοδο κορυφής BRI του 2023, ο Πούτιν ήταν ο τιμώμενος καλεσμένος και χρησιμοποίησε την πλατφόρμα για να ενθαρρύνει τις διεθνείς επενδύσεις στη Βόρεια Θαλάσσια Διαδρομή της Ρωσίας, μια ναυτιλιακή διαδρομή μήκους 3.480 μιλίων (5.600 χιλιομέτρων) που συνδέει τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό ωκεανό μέσω της Αρκτικής (*12).
Παρατίθενται στο κλείσιμο αυτού του άρθρου οι οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Φθινόπωρο του 2025) για τις οικονομίες των δύο χωρών
Πίνακας 1
Βασικά χαρακτηριστικά των οικονομικών προβλέψεων για την Ρωσία

Πίνακας 2
Βασικά χαρακτηριστικά των οικονομικών προβλέψεων για την Κίνα

Επίσης ορισμένα βασικά οικονομικά στοιχεία
Πίνακας 3

Βιβλιογραφία
- Z. Brzezinski, Η μεγάλη σκακιέρα, Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, Αθήνα 1998. Ειδικά στο Κεφάλαιο 4, με τίτλο «Η μαύρη τρύπα», περιγράφεται με απόλυτη σαφήνεια η πολιτική περικύκλωσης της Ρωσίας με την επέκταση του ΝΑΤΟ, αλλά κυρίως ο σημαντικότατος ρόλος της Ουκρανίας στην πλήρη αποκαθήλωση της Ρωσίας ως Μεγάλης Δύναμης.
- Z. Brzezinski, Η μεγάλη σκακιέρα, ό.π., σ. 201.
- Z. Brzezinski, Η μεγάλη σκακιέρα, ό.π., σ. 202
- Z. Brzezinski, Η μεγάλη σκακιέρα, ό.π., σ. 203
- Κ. Μελάς, «Οι διεργασίες στην Κεντρική Ασία και οι στρατηγικές επιλογές ΗΠΑ- Κίνας», Εθνικές Επάλξεις, τ. 138. (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2021)
- Κ. Μελάς, Η παγκοσμιοποίηση της Κίνας συνεχίζεται, Εθνικές Επάλξεις, τ. 136 (Απρίλιος-Ιούνιος 2021)
- Κ. Μελάς, «Σφραγίδα εμπορικής κυριαρχίας από το Πεκίνο», Εφημερίδα Η Αυγή, 14 Απριλίου 2017
- Κ .Μελάς, Πόλεμος στην Ουκρανία: τι σημαίνει για τις σχέσεις Ρωσίας – Κίνας , Περιοδικό Επίκαιρα , 4.4.2022
- Mercator Institute for China Studies (MERICS)
- C. Fong – L. Maizland, China and Russia: Exploring Ties Between Two Authoritarian Powers, September 18, 2025
- Mercator Institute for China Studies (MERICS)
- https://www.cfr.org/backgrounder/china-russia-relationship-xi-putin-taiwan-ukraine











