Ο Μάρλον Μπράντο γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1924 στην Ομάχα της Νεμπράσκα. Η παιδική του ηλικία ήταν σημαδεμένη από αδιαφορία, βία και αλκοολισμό, με τον πατέρα του να είναι αυστηρός και απόμακρος και τη μητέρα του –μια ερασιτέχνη ηθοποιό– βυθισμένη στο ποτό και τις ψευδαισθήσεις. Η εκρηκτική αυτή οικογενειακή ατμόσφαιρα επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα προσωπικότητα και το καλλιτεχνικό του βάθος.
Ανυπότακτος χαρακτήρας από μικρός, αποβλήθηκε επανειλημμένα από σχολεία και απαλλάχθηκε από τη στρατιωτική θητεία, ανοίγοντας τον δρόμο για μια διαφορετική πορεία. Ακολούθησε τις δύο αδελφές του στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε μαθήματα υποκριτικής με τη Στέλλα Άντλερ και στο Actor’s Studio του Λι Στράσμπεργκ.
Το απόλυτο σύμβολο της “μεθόδου”
Ο Μπράντο υπήρξε ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της υποκριτικής “μεθόδου”, ερμηνεύοντας ρόλους με ασύλληπτη εσωτερικότητα και φυσικότητα. Πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν το 1947 με τον ρόλο του Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο θεατρικό «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς. Η κινηματογραφική του καριέρα εκτοξεύτηκε με την ίδια ταινία το 1951, υπό τη σκηνοθεσία του Ηλία Καζάν.
Στα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε σε ταινίες-ορόσημα, όπως «Βίβα Ζαπάτα!», «Ιούλιος Καίσαρ», «Ο Ατίθασος», ενώ το 1954 κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ με την ταινία «Το λιμάνι της αγωνίας». Ήταν η εποχή που ο Μπράντο καθιέρωσε τη μορφή του “αντιήρωα” που σάρωνε το αμερικανικό σινεμά.
Η παρακμή, η επιστροφή και η πολιτική συνείδηση
Η δεκαετία του ’60 ήταν προβληματική. Ταινίες χωρίς επιτυχία και η φήμη του ως δύσκολου συνεργάτη τον απομόνωσαν. Όμως το 1972 ήρθε η μεγάλη επιστροφή: ο ρόλος του Δον Κορλεόνε στον «Νονό» του Φράνσις Φορντ Κόπολα τον κατέστησε θρύλο του παγκόσμιου σινεμά και του χάρισε δεύτερο Όσκαρ – το οποίο αρνήθηκε να παραλάβει, στέλνοντας στη θέση του μια Ινδιάνα ακτιβίστρια, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αντιμετώπιση των ιθαγενών από το Χόλιγουντ.
Την ίδια χρονιά συγκλόνισε με το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», ενώ το 1979 εμφανίστηκε ως ο σκοτεινός συνταγματάρχης Κουρτζ στην «Αποκάλυψη Τώρα». Ήταν η τελευταία πραγματικά μεγάλη στιγμή του.
Πολιτικοποιημένος και ακτιβιστής, υποστήριξε το κίνημα για τα δικαιώματα των Ινδιάνων και των Αφροαμερικανών, ενώ ήταν ενεργός στις εκστρατείες των Δημοκρατικών.
Η πτώση και τα προσωπικά δράματα
Από τα τέλη του ’70 και μετά, ο Μπράντο αποσύρεται σταδιακά, παίζοντας σποραδικά σε ταινίες κυρίως για τα χρήματα. Είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Η ηθοποιία είναι κενό επάγγελμα, αλλά μπορεί να σου δώσει πολύ χρήμα».
Η προσωπική του ζωή ήταν επίσης ταραχώδης: τρεις γάμοι, έντεκα παιδιά και τραγωδίες που τον συνέτριψαν. Το 1990, ο γιος του Κρίστιαν καταδικάστηκε για τη δολοφονία του εραστή της ετεροθαλούς αδελφής του Τσεγιέν, η οποία αυτοκτόνησε πέντε χρόνια αργότερα.
Ένας ζωντανός μύθος που δεν “έπαιξε” ποτέ κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό του
Ο Μάρλον Μπράντο πέθανε την 1η Ιουλίου 2004, σε ηλικία 80 ετών, στο Λος Άντζελες, αφήνοντας πίσω του μια καλλιτεχνική παρακαταθήκη που συνεχίζει να επηρεάζει γενιές ηθοποιών και θεατών.
Η στάση του απέναντι στην τέχνη, τη ζωή και την εξουσία ήταν προκλητική, απρόβλεπτη και βαθιά ανθρώπινη. Ίσως τελικά αυτό που τον έκανε τόσο σπουδαίο, να ήταν πως δεν υποκρίθηκε ποτέ – απλώς υπήρξε.