Ο Μάρτιν Παρ, ο Βρετανός φωτογράφος που με το ντοκιμαντερίστικο ύφος του ανέδειξε τις ιδιορρυθμίες, τις αντιφάσεις και τις ταξικές γραμμές της βρετανικής κοινωνίας, έφυγε από τη ζωή στα 73 του χρόνια. Η διάγνωσή του με καρκίνο τον Μάιο του 2021 είχε ήδη κάνει δύσκολα τα τελευταία του χρόνια.
Ο Parr, γνωστός για τις ειρωνικές αλλά αποκαλυπτικές φωτογραφικές του αφηγήσεις, πέθανε στις 6 Δεκεμβρίου στο σπίτι του στο Μπρίστολ, σύμφωνα με ανακοίνωση του ιδρύματος που ίδρυσε το 2017. Υπήρξε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες και αιχμηρές φυσιογνωμίες της βρετανικής φωτογραφίας, ένας δημιουργός που μετέτρεψε το ντοκιμαντερίστικο βλέμμα σε εργαλείο κοινωνικής παρατήρησης μέσα από χρώμα, χιούμορ και αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Παρότι η ανακοίνωση του ιδρύματος δεν ανέφερε την αιτία θανάτου, δημοσιεύματα αποκαλύπτουν ότι ο Παρ είχε διαγνωστεί το 2021 με μυέλωμα, μια μορφή καρκίνου του μυελού των οστών. Σύμφωνα με τον Guardian, η ασθένεια βρισκόταν σε ύφεση, όμως ο φωτογράφος λάμβανε ακόμη χημειοθεραπεία σε χάπια.
«Το Ίδρυμα Μάρτιν Παρ και το Magnum Photos θα συνεργαστούν για να διατηρήσουν και να μοιραστούν την κληρονομιά του Μάρτιν», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση.
Γνωστός για τη διεισδυτική του ματιά στο αγγλικό ταξικό σύστημα, ο Παρ κατέγραψε με έντονα χρώματα τις παραλίες, τις λέσχες, τα χωριά, τα πρωινά καφέ και κάθε πτυχή της βρετανικής καθημερινότητας. Το εμβληματικό άλμπουμ του The Last Resort (1986), με εικόνες από παραθεριστές της εργατικής τάξης στο New Brighton, αποτέλεσε σημείο καμπής στο βρετανικό ντοκιμαντερίστικο ύφος, μεταβαίνοντας από το ασπρόμαυρο, ωμό ρεπορτάζ σε μια πολύχρωμη και αιχμηρή κοινωνική σάτιρα.
Οι «λουόμενοι» του δεν ήταν μοντέλα, αλλά πραγματικοί άνθρωποι: οικογένειες της εργατικής και μικρομεσαίας τάξης που γέμιζαν τα οικονομικά θέρετρα των 70s και 80s σε New Brighton και Benidorm. Με πλαστικά ποτήρια μπύρας, παιδικά καροτσάκια, αντηλιακά, φουσκωτά παιχνίδια και φαγητό από το σπίτι, ο Parr κατέγραψε την απόλυτα αληθινή – και συχνά άβολη- αισθητική της βρετανικής leisure culture. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει: «Φτιάχνω σοβαρές φωτογραφίες μεταμφιεσμένες σε ψυχαγωγία».
Από το Surrey στο διεθνές φωτογραφικό στερέωμα
Γεννημένος στο Surrey το 1952 και μεγαλωμένος στο Epsom, ο Parr εμπνεύστηκε από τον παππού του, έναν παθιασμένο ερασιτέχνη φωτογράφο. Μετά τις σπουδές του στο Manchester Polytechnic πέρασε δύο σεζόν φωτογραφίζοντας στα Butlin’s, όπου γνωρίστηκε με τις πολύχρωμες καρτ ποστάλ του John Hinde, οι οποίες επηρέασαν βαθιά το ύφος του.
Στο Hebden Bridge φωτογράφισε μικρές θρησκευτικές κοινότητες και γνώρισε τη σύζυγό του, Susan Mitchell. Στη δυτική ακτή της Ιρλανδίας δημιούργησε έργα όπως το Bad Weather (1982), μια απρόβλεπτη σειρά λήψεων με υποβρύχια κάμερα που αποτύπωνε τη σκληρή, υγρή πραγματικότητα του βρετανικού καιρού.
Τα έργα του έχουν παρουσιαστεί σε μουσεία και γκαλερί παγκοσμίως από το 1974 – μεταξύ των οποίων η Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων, η Πινακοθήκη Φωτογράφων στο Λονδίνο, το Εθνικό Κέντρο Φωτογραφίας στο Παρίσι και το Μητροπολιτικό Μουσείο Φωτογραφίας του Τόκιο.
Διακρίσεις και παρακαταθήκη
Περισσότερα από 100 βιβλία με έργα του έχουν εκδοθεί, ενώ ο Parr τιμήθηκε με πλήθος βραβείων, όπως:
-
το Βραβείο Εκατονταετηρίδας της Βασιλικής Φωτογραφικής Εταιρείας,
-
το Eric Solomon Award της Photokina για φωτορεπορτάζ,
-
το Παγκόσμιο Βραβείο Φωτογραφίας Sony (2017) για Εξαιρετική Συνεισφορά στη Φωτογραφία.
Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Magnum Photos από το 2013 έως το 2017.
Διαβάστε επίσης:
Πίεση Τραμπ σε Ζελένσκι για συμφωνία έως τα Χριστούγεννα
Ισπανία: Απόλυση – έκπληξη για 22χρονη υπάλληλο που πήγαινε υπερβολικά νωρίς στη δουλειά











