Με βαθιά συγκίνηση και πρωτοφανή λαϊκή συμμετοχή, η Ελλάδα αποχαιρετά σήμερα τον Διονύση Σαββόπουλο, τον κορυφαίο τραγουδοποιό που με το ανήσυχο πνεύμα και τους πρωτοποριακούς του στίχους σημάδεψε ανεξίτηλα την πολιτιστική και πολιτική ζωή του τόπου από τη δεκαετία του ’60 και μετά. Η απουσία του αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό, όμως το έργο του – τα τραγούδια του, οι στίχοι του, οι ιδέες του – θα συνεχίσουν να συντροφεύουν τις επόμενες γενιές, καθώς ο ίδιος υπήρξε, όπως τον χαρακτήρισε ο Πρόεδρος της Βουλής, «μοναδικός και αναντικατάστατος».
Η σορός του μεγάλου δημιουργού, γνωστού στο πανελλήνιο με το χαϊδευτικό «Νιόνιος», εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών από νωρίς το πρωί, προκειμένου οι πολίτες να αποτίσουν τον ύστατο φόρο τιμής. Η εικόνα ανθρώπων όλων των ηλικιών να συρρέουν αδιάκοπα, κρατώντας λουλούδια και εκφράζοντας λόγια αγάπης, μαρτυρά την τεράστια επιρροή του στην ελληνική ψυχή. Πολλοί πολίτες έφτασαν με δάκρυα στα μάτια για να αφήσουν ένα λουλούδι στον άνθρωπο που με το μουσικό του όραμα συντρόφευσε γενιές, μετατρέποντας το τραγούδι σε όχημα σκέψης, αντίστασης και λυρισμού.

Ανάμεσα στα πλήθη, ξεχώρισε η ιδιαίτερα συγκινητική κίνηση ενός πολίτη να εναποθέσει δίπλα στη σορό μια φιγούρα του Καραγκιόζη, ως έναν φόρο τιμής στο μεστό χιούμορ, την ειρωνεία και την λαϊκή ψυχή που χαρακτήριζε τον Σαββόπουλο. Αυτή η κίνηση συνοψίζει εύγλωττα το πνεύμα του δημιουργού, ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε απλώς ένας τραγουδιστής, αλλά και ένας λαϊκός αφηγητής. Παρόντες ήταν και εκπρόσωποι της πολιτικής ζωής, όπως ο πρόεδρος της Βουλής, Νικήτας Κακλαμάνης, ο οποίος υπογράμμισε τη μοναδικότητα του καλλιτέχνη.
Η Εξόδιος Ακολουθία, η οποία τελείται δημοσία δαπάνη ως ελάχιστη αναγνώριση της προσφοράς του, θα πραγματοποιηθεί στις 13:00 το μεσημέρι στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει η ταφή του στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών για όσους επιθυμούν να τον αποχαιρετήσουν.
Πολιτική και καλλιτεχνική τιμή
Στην εξόδιο ακολουθία, η παρουσία και οι επικήδειοι λόγοι εκπροσώπων από την πολιτική και καλλιτεχνική κορυφή της χώρας υπογραμμίζουν το μέγεθος του κενού που αφήνει. Επικήδειους θα εκφωνήσουν ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, η πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, καθώς και σπουδαίοι ομότεχνοί του όπως η Δήμητρα Γαλάνη και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης, και ο εικαστικός Αλέξης Κυριτσόπουλος.
Μια πράξη που αποτυπώνει την αδιάλειπτη σύνδεσή του με την εκπαίδευση και τον πολιτισμό είναι η επιθυμία της οικογένειας, αντί στεφάνων, τα χρήματα να προσφερθούν στα Μουσικά Τμήματα του Ιονίου Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (που εδρεύει στη γενέθλια πόλη του, τη Θεσσαλονίκη).

Η φωνή των ρωγμών: Από τη Θεσσαλονίκη στη δικτατορία
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944, υπήρξε ο πρωτεργάτης της σχολής των Ελλήνων τραγουδοποιών, γράφοντας ο ίδιος στίχους, μουσική και ερμηνεύοντας τα τραγούδια του. Άφησε τις σπουδές του στη Νομική για να κατέβει στην Αθήνα το 1963, φέρνοντας έναν πρωτόγνωρο λόγο στις μπουάτ της Πλάκας.
Ο πρώτος του δίσκος, το «Φορτηγό» (1966), παρά την αρχική αδιαφορία, αποτέλεσε σταθμό για την ελληνική μουσική. Στη συνέχεια, ακολούθησαν εμβληματικά άλμπουμ όπως το «Το Περιβόλι του Τρελλού» (1969), ο ρηξικέλευθος «Μπάλλος» (1971) που πάντρεψε το λαϊκό με το ροκ και το «Το Βρώμικο Ψωμί» (1972) – μια κραυγή αγωνίας εν μέσω χούντας.
Η Δικτατορία τον οδήγησε δύο φορές στη φυλακή, όμως ο ίδιος επέλεξε να μιλήσει αλλιώς, χρησιμοποιώντας τον υπαινιγμό και τον συμβολισμό. Όπως περιγράφεται, «η φωνή του, γνώριμη και παράξενη μαζί, έγινε όργανο αντίστασης χωρίς κραυγές», περνώντας μέσα από τη λογοκρισία χωρίς να χάνει το νόημά της.
Μέχρι και την τελευταία του προσωπική δουλειά, τον «Χρονοποιό» (1999), ο Σαββόπουλος παρέμεινε ένας δημιουργός που έβλεπε την τέχνη όχι ως προϊόν βεβαιοτήτων, αλλά ως αποτέλεσμα συνεχών αμφιβολιών και αναζήτησης. Ένας άνθρωπος που, όπως περιέγραψε σε αυτοβιογραφικά κείμενά του, αναγνώριζε τις αντιφάσεις και τις ρωγμές του εαυτού του.
Η κληρονομιά του Διονύση Σαββόπουλου είναι η ζωντανή απόδειξη ότι η τέχνη μπορεί να είναι ταυτόχρονα βαθιά προσωπική και καθοριστικά κοινωνική, αφήνοντας πίσω της τραγούδια που αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής μας μνήμης.











