Σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία, οι 32 χώρες του ΝΑΤΟ ετοιμάζονται να ανακοινώσουν, στη Σύνοδο Κορυφής της Χάγης, μια νέα στρατηγική συμφωνία: την δέσμευση κάθε κράτους-μέλους να δαπανά το 5% του ΑΕΠ του για την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών δαπανών, της κυβερνοασφάλειας και των αμυντικών τεχνολογιών.
Η πρωτοβουλία αντανακλά τις αυξανόμενες πιέσεις της Ουάσιγκτον –ιδίως από τον Ντόναλντ Τραμπ– για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή συμβολή στο συλλογικό σύστημα άμυνας, σε μια περίοδο συνεχιζόμενης ρωσικής απειλής.
ΝΑΤΟ: Η ελληνική εξίσωση: +1,8% του ΑΕΠ
Για την Ελλάδα, που ήδη δαπανά το 3,2% του ΑΕΠ της για την άμυνα (2023) –ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ– η συμμόρφωση με τον νέο στόχο του 5% θα σήμαινε επιπλέον δαπάνες 1,8% του ΑΕΠ. Σε απόλυτα μεγέθη, αυτό αντιστοιχεί σε 11,2 δισ. ευρώ ετησίως, βάσει της τρέχουσας δυναμικής της ελληνικής οικονομίας.
Ένα τέτοιο ποσό θα επιβάρυνε δραστικά τον κρατικό προϋπολογισμό, σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα προσπαθεί να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή μετά από μια δεκαετία δημοσιονομικής πίεσης. Για τον λόγο αυτό, η Αθήνα προτίθεται να θέσει αίτημα για ευρωπαϊκή οικονομική ενίσχυση, προκειμένου να μην ανατραπεί η ισορροπία με κρίσιμους τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι κοινωνικές πολιτικές.
Η πρόκληση για όλη την ΕΕ: Πού θα βρεθούν οι πόροι;
Το πρόβλημα ωστόσο δεν είναι μόνο ελληνικό. Το σύνολο της ΕΕ αντιμετωπίζει ένα οικονομικό δίλημμα υψηλής έντασης: πώς να χρηματοδοτηθούν παράλληλα η πράσινη μετάβαση, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η αποπληρωμή των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και οι αυξανόμενες γεωστρατηγικές υποχρεώσεις. Σύμφωνα με οικονομικές εκτιμήσεις, ο προϋπολογισμός της ΕΕ θα χρειαστεί αύξηση κατά 0,9% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος – σχεδόν στο διπλάσιο του σημερινού επιπέδου.
«Εισφορά αμυντικής ανεπάρκειας»: Το τέλος της δωρεάν ασφάλειας
Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, ευρωπαϊκά think tank προτείνουν έναν νέο μηχανισμό: τη λεγόμενη «εισφορά αμυντικής ανεπάρκειας», έναν δημοσιονομικό μηχανισμό πίεσης προς τα κράτη-μέλη που δεν συνεισφέρουν επαρκώς στην κοινή άμυνα.
Η πρόταση στηρίζεται στην αρχή ότι η ειρήνη και η ασφάλεια είναι συλλογικά αγαθά, τα οποία διασφαλίζονται άνισα, αφού ορισμένες χώρες ξοδεύουν ελάχιστα – όπως η Ιρλανδία με μόλις 0,2% του ΑΕΠ – επωφελούμενες από τις δαπάνες άλλων χωρίς ανάλογη συνεισφορά. Το φαινόμενο αυτό περιγράφεται συχνά ως «free riding» (τζαμπατζήδες).
ΝΑΤΟ: Πώς θα λειτουργεί η εισφορά
Ο μηχανισμός προβλέπει υπολογισμό της διαφοράς ανάμεσα στις πραγματικές αμυντικές δαπάνες μιας χώρας και τον καθορισμένο στόχο (π.χ. 2% του ΑΕΠ ή ο ευρωπαϊκός μέσος όρος). Οι χώρες που υπολείπονται του στόχου, θα πληρώνουν αντίστοιχο πρόσθετο ποσό στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
Αν, για παράδειγμα, το όριο τεθεί στο 2% και ο συντελεστής εφαρμογής είναι 25%, τότε 21 χώρες θα κληθούν να καταβάλουν έως και 30 δισ. ευρώ ετησίως. Αντιστοίχως, με βάση τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η εισφορά πέφτει στα 8 δισ. ευρώ.
Επιπλέον ρήτρες και νομική βάση
Στην ίδια λογική, εξετάζεται και η εισαγωγή επιπλέον εισφοράς για χώρες που αποκλείουν ευρωπαϊκές εταιρείες από τις αμυντικές προμήθειες, επιλέγοντας εθνικά μονοπώλια. Στόχος είναι η διαφάνεια και η ενίσχυση της ενιαίας ευρωπαϊκής αμυντικής αγοράς.
Η νομική βάση για μια τέτοια πολιτική υπάρχει ήδη στη Συνθήκη της ΕΕ (άρθρο 311), ενώ υπάρχει και πρόσφατο προηγούμενο με την εισφορά για τα μη ανακυκλώσιμα πλαστικά απόβλητα.
Αν προχωρήσει, η νέα εισφορά αμυντικής ανεπάρκειας θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για υποχρηματοδότηση της άμυνας, να ενισχύσει τη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και να επιβραβεύσει τις χώρες με υψηλό κόστος ασφάλειας.
Για την Ελλάδα, ωστόσο, το ενδεχόμενο αύξησης των δαπανών κατά 11,2 δισ. ευρώ ετησίως δημιουργεί έναν εξαιρετικά δύσκολο δημοσιονομικό γρίφο, που θέτει ως προϋπόθεση τη στήριξη από τις Βρυξέλλες ώστε να μην υπονομευθούν οι εθνικές κοινωνικές προτεραιότητες.