Με ψήφους 51 υπέρ και 50 κατά, η Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών ενέκρινε το νέο φορολογικό νομοσχέδιο του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, έπειτα από έναν μαραθώνιο συζητήσεων και έντονες ενδοκομματικές διαφωνίες στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών.
Η καθοριστική ψήφος ανήκε στον Αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς, ο οποίος ενεργοποίησε τη θεσμική του αρμοδιότητα μετά από την ισοψηφία. Σημειώνεται πως τρεις Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές –από τις πολιτείες Μέιν, Βόρεια Καρολίνα και Κεντάκι– διαφοροποιήθηκαν από την κομματική γραμμή και καταψήφισαν.
Το επίμαχο νομοσχέδιο δεν περιορίζεται στην παράταση των φορολογικών ελαφρύνσεων που είχαν εφαρμοστεί επί της πρώτης θητείας Τραμπ, αλλά εισάγει νέες μειώσεις στη φορολογία, οι οποίες ευνοούν σε μεγάλο βαθμό τις επιχειρήσεις και τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Αυτό έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, ακόμη και εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, με πολλούς να προειδοποιούν για μακροπρόθεσμη δημοσιονομική εκτροπή.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, το νομοσχέδιο θα μπορούσε να αυξήσει το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ κατά 3 τρισ. δολάρια μέσα στην επόμενη δεκαετία, επιβαρύνοντας σημαντικά τις προοπτικές του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Ταυτόχρονα, τα δημόσια έσοδα προβλέπεται να μειωθούν σε μόνιμη βάση, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει σε περικοπές κοινωνικών δαπανών.
Το νομοσχέδιο θα επιστρέψει στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου στελέχη της ακροδεξιάς πτέρυγας ζητούν περαιτέρω μείωση του κόστους, ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερες περικοπές σε προγράμματα πρόνοιας.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) προειδοποιεί ότι ακόμη και χωρίς νέες φορολογικές αλλαγές, το αμερικανικό χρέος θα φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ τις επόμενες δεκαετίες. Συγκεκριμένα, μέχρι το 2055 εκτιμάται ότι το χρέος θα ξεπερνά το 156% του ΑΕΠ των ΗΠΑ.
Το χειρότερο σενάριο, σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές, είναι η απώλεια εμπιστοσύνης των αγορών στην ικανότητα της Ουάσιγκτον να εξυπηρετήσει το χρέος της – μια εξέλιξη που θα μπορούσε να εκτινάξει τα επιτόκια και το κόστος δανεισμού σε ολόκληρη την οικονομία.