Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε αναμφίβολα μία από τις εμβληματικότερες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας. Συνθέτης, αγωνιστής, πολιτικός, συγγραφέας, αλλά πάνω απ’ όλα σύμβολο ελευθερίας και πολιτισμού, άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής.
του Χρήστου Μυτιλινιού
Από τη Χίο στον κόσμο: μια ζωή σταυροδρόμι Ελλάδας
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Η παιδική του ηλικία ήταν γεμάτη μετακινήσεις, λόγω της εργασίας του πατέρα του ως ανώτερου δημοσίου υπαλλήλου: από τη Μυτιλήνη και τη Σύρο μέχρι τα Ιωάννινα, το Αργοστόλι, την Πάτρα και την Τρίπολη.
Σε αυτή τη γεωγραφική περιπλάνηση γεννήθηκε και η μουσική του ταυτότητα, ενώ ήδη από το 1942 ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματα με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης. Παράλληλα, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και αργότερα στον Εμφύλιο, για τον οποίο πλήρωσε με εξορίες στην Ικαρία και τη Μακρόνησο. Η βία δεν κατάφερε να τον φιμώσει – αντίθετα, η μουσική του γινόταν ολοένα και πιο πολυφωνική, πολυδιάστατη και πολιτική.
Από τον “Επιτάφιο” στο “Ζορμπά”: η λαϊκή συμφωνία του Μίκη
Το 1960, με τη μελοποίηση του “Επιταφίου” του Γιάννη Ρίτσου, ο Θεοδωράκης αλλάζει το τοπίο του ελληνικού τραγουδιού. Παντρεύει την ποίηση με το μπουζούκι, τη λόγια σύνθεση με το λαϊκό βίωμα, τον Μπιθικώτση με τον Σεφέρη. Η δημιουργική έκρηξη της δεκαετίας του ’60 φέρνει αριστουργήματα όπως τα «Αρχιπέλαγος», «Μαουτχάουζεν», «Άξιον Εστί», ενώ γράφει μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο – κορυφαία στιγμή η μουσική του για τον «Ζορμπά» του Κακογιάννη (1964).
Την ίδια περίοδο αναδεικνύεται σε πολιτική φυσιογνωμία, εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ και ηγείται της Νεολαίας Λαμπράκη, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Η Ελλάδα τον ακούει, τον ακολουθεί και τον αναγνωρίζει ως φωνή μιας γενιάς που αναζητά δικαιοσύνη.
Δικτατορία και εξορία: από τα κάτεργα στα στάδια του κόσμου
Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967, ο Θεοδωράκης συλλαμβάνεται και εξορίζεται. Τα τραγούδια του απαγορεύονται, όμως τα έργα του ταξιδεύουν. Μετά την απελευθέρωσή του και την έξοδό του στο εξωτερικό, γίνεται διεθνές σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα, με παγκόσμιες συναυλίες και με τη στήριξη προσωπικοτήτων όπως ο Σοστακόβιτς, ο Μπερνστάιν και ο Χάρι Μπελαφόντε.
Ο Μίκης δεν είναι απλώς ο Έλληνας που μετέφερε τον αγώνα της πατρίδας του στις σκηνές του εξωτερικού. Είναι ο παγκόσμιος δημιουργός που συνέδεσε τη μουσική με τον ανθρωπισμό, την ελευθερία και την αντίσταση. Όπως έλεγε και ο ίδιος: «Η μουσική μου είναι η πολιτική μου».
Μεταπολίτευση, επανένταξη και πολιτική πορεία
Το 1974, με την πτώση της Χούντας, επιστρέφει σε μια Ελλάδα που τον τιμά και τον αναγνωρίζει. Εκείνος, όμως, δεν σταματά: εκδίδει τα έργα που συνέθεσε κατά την επταετία, ηχογραφεί ξανά τα απαγορευμένα τραγούδια, και ταυτόχρονα ασχολείται ενεργά με την πολιτική.
Εκλέγεται βουλευτής με το ΚΚΕ, αλλά αργότερα συμπορεύεται και με τη Νέα Δημοκρατία, αναλαμβάνοντας το 1990 θέση υπουργού στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Συνεχίζει να αρθρώνει δημόσιο λόγο, να γράφει, να παρεμβαίνει, να δημιουργεί. Η φράση του «Καραμανλής ή τανκς» το 1974 θα μείνει ιστορική – όχι ως σύνθημα, αλλά ως διακύβευμα μιας ολόκληρης εποχής.
Το αποτύπωμα μιας ζωής: μουσική, πολιτική και εθνική συνείδηση
Ο Θεοδωράκης άφησε πίσω του πάνω από 1.000 τραγούδια, συμφωνικά έργα, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, έργα για όπερα, μπαλέτο, καντάτες, ορατόρια και σπουδαία κείμενα. Ήταν από τους πρώτους που μίλησαν ανοιχτά για την ελληνοτουρκική φιλία, με τη συμβολική συνεργασία του με τον Ζουλφί Λιβανελί, και από τους λίγους που τόλμησαν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στις ιδεολογίες, με το όραμα μιας Ελλάδας ενωμένης, αξιοπρεπούς, δημιουργικής.
Ένας αιώνας Μίκης: πάντα παρών
Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου 2021, στα 96 του χρόνια. Έφυγε όπως έζησε: με σεβασμό, με παλμό, με παρουσία. Κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον συνθέτη από τον πολιτικό, τον στοχαστή από τον πατέρα, τον ποιητή από τον στρατευμένο αγωνιστή. Ο Θεοδωράκης υπήρξε ένα πρόσωπο με πολλές φωνές – όλες ελληνικές.
Σήμερα, έναν αιώνα μετά τη γέννησή του, η Ελλάδα δεν τιμά απλώς έναν μεγάλο μουσικό. Τιμά τον άνθρωπο που κατάφερε να γίνει ο ήχος της ψυχής της.