Έντονη πολιτική αντιπαράθεση έχει προκαλέσει η απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε επικοινωνιακή καμπάνια ύψους 26,8 εκατομμυρίων ευρώ προς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, με στόχο —όπως αναφέρεται— την ευαισθητοποίηση του κοινού για την πρόληψη και αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών.
Η καμπάνια εγκρίθηκε από τη Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης και θα χρηματοδοτηθεί μέσω του ΕΣΠΑ 2021-2027.
Η απόφαση ήρθε στο φως μέσω δημοσιεύματος της ΑΥΓΗΣ, που κάνει λόγο για μια νέα «Λίστα Πέτσα», αναφερόμενη στην περιβόητη διανομή 19,8 εκατ. ευρώ το 2020 σε ΜΜΕ για την πανδημία, με αδιαφανή τότε κριτήρια.
Η καμπάνια θα καλύψει έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, ραδιόφωνο και τηλεόραση, χωρίς να έχουν δημοσιοποιηθεί σαφή κριτήρια κατανομής. Το μόνο δεδομένο, όπως αναφέρεται στην απόφαση, είναι πως το 30% του ποσού προορίζεται για περιφερειακά μέσα, ενώ βασική προϋπόθεση είναι η εγγραφή στα Μητρώα Τύπου.
Η πρωτοβουλία είχε αρχικά εγκριθεί στις 21 Ιανουαρίου 2025 με υπογραφή Βασίλη Κικίλια, και ολοκληρώθηκε υπό τον Γιάννη Κεφαλογιάννη, δίνοντας αφορμή να χαρακτηριστεί ήδη από την αντιπολίτευση ως «λίστα Κεφαλογιάννη».
Τι απαντά η κυβέρνηση;
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, ερωτώμενος για το ζήτημα, επιχείρησε να υποβαθμίσει τις επικρίσεις, τονίζοντας επανειλημμένα ότι η καμπάνια είναι “απολύτως σύννομη” και “δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό”.
«Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία καμπάνια. Όλες περνούν από τυπικό έλεγχο νομιμότητας. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας», ανέφερε, προσθέτοντας ότι «κάθε υπουργείο έχει την ευθύνη της υλοποίησης και την απολογιστική φάση με όλα τα στοιχεία για την κατανομή».
Παράλληλα, αναφέρθηκε στην πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση για τα Μητρώα Τύπου, υποστηρίζοντας ότι πλέον αποκλείονται «πειρατικά μέσα» και διασφαλίζεται η διαφάνεια.
Σε κάθε περίπτωση η χρονική συγκυρία —λίγο μετά το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και την έντονη κοινοβουλευτική αναταραχή— ενισχύει την κριτική που δέχεται η κυβέρνηση της ΝΔ ότι πρόκειται για επικοινωνιακή διαχείριση κρίσεων με «δημόσιο χρήμα».
Τα ποσά-ρεκόρ που σπαταλώνται εγείρουν ερωτήματα για τον πραγματικό σκοπό της δαπάνης.