Δεν χωρούσε εύκολα σε μία ταυτότητα. Δεν έμεινε ποτέ σε έναν ρόλο. Η Ντόρα Γιαννακοπούλου υπήρξε από εκείνες τις σπάνιες μορφές που κινούνται διαρκώς ανάμεσα στις τέχνες και στις εποχές, αφήνοντας πίσω τους έργο, ίχνος και μνήμη. Ηθοποιός, τραγουδίστρια, συγγραφέας, γυναίκα βαθιά πολιτική και ταυτόχρονα απολύτως προσωπική, έζησε με επιλογές που συχνά είχαν κόστος, αλλά ποτέ χωρίς αλήθεια. Η διαδρομή της δεν υπάκουσε σε ευθείες γραμμές εξελίχθηκε μέσα από ρήξεις, αποχωρήσεις, επιστροφές και μια αδιάκοπη ανάγκη για έκφραση.
Η Ντόρα Γιαννακοπούλου, μια εμβληματική μορφή του ελληνικού πολιτισμού, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα πολυσχιδές και σημαντικό καλλιτεχνικό έργο. Για περισσότερα από εξήντα χρόνια, η πορεία της κινήθηκε ανάμεσα σε διαφορετικά πεδία της τέχνης, από το θέατρο και τη μουσική μέχρι τη συγγραφή, με έργα που αγαπήθηκαν από το κοινό και μεταφέρθηκαν στην τηλεόραση.
Από τη Μυτιλήνη στην Αθήνα: Τα πρώτα βήματα στη σκηνή
Γεννημένη και μεγαλωμένη στη Μυτιλήνη, αποφάσισε από πολύ μικρή να ακολουθήσει το όνειρό της στο θέατρο. Μετακόμισε στην Αθήνα και ολοκλήρωσε τις θεατρικές της σπουδές, κάνοντας τα πρώτα επαγγελματικά της βήματα στη σκηνή με το έργο «Ένας Όμηρος» του Μπρένταν Μπίαν, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά στο Κυκλικό Θέατρο. Εκεί ανέλαβε και το τραγουδιστικό μέρος της παράστασης, ερμηνεύοντας συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη. «Μη φανταστείς ότι τότε καταλάβαινα. Δεν ένιωσα δέος, γιατί δεν ήξερα. Ήμουν ζόρικη στην αρχή. Εκ των υστέρων κατάλαβα τι μεγάλη τύχη ήταν να βρεθώ στο ξεκίνημά μου με τον Μίκη», είχε πει σε συνέντευξή της.
Μουσική και κινηματογράφος: Το «Γελαστό παιδί» και οι πρώτες επιτυχίες
Η Ντόρα Γιαννακοπούλου σύντομα συνδέθηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη και έγινε η φωνή πίσω από τραγούδια όπως το «Γελαστό παιδί», ενώ παράλληλα συμμετείχε σε σημαντικές κινηματογραφικές και θεατρικές παραγωγές, όπως η «Όμορφη Πόλη» και οι «Μικρές Κυκλάδες» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη.
Με την ολοκλήρωση των θεατρικών της σπουδών στην Αθήνα, η Ντόρα Γιαννακοπούλου βρέθηκε γρήγορα στη σκηνή. Παρότι μόλις παντρεμένη, γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη. «Η μικροπαντρεμένη», όπως τη φώναζαν, ξεχώρισε από νωρίς.
Ο Μάνος Κατράκης ήταν ο πρώτος που την έβγαλε στη σκηνή, αναγνωρίζοντας τη δύναμη και την αλήθεια της παρουσίας της. Το θέατρο λειτούργησε για εκείνη ως χώρος μαθητείας και αυτογνωσίας. Η καθοριστική στιγμή ήρθε με το έργο «Ένας Όμηρος» του Μπρένταμ Μπίαμ στο Κυκλικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Εκεί, το θέατρο συνάντησε το τραγούδι και άνοιξε ένας νέος δρόμος.
«Μα αυτή είναι ντιζέζ!», αναφώνησε ο Γιάννης Τσαρούχης όταν την άκουσε να τραγουδά το 1962, σχεδιάζοντας τα σκηνικά του έργου. Η φράση αποδείχθηκε προφητική. Ακολούθησε μια καταιγιστική περίοδος με δίσκους, συναυλίες, μπουάτ, περιοδείες και κινηματογράφο. Η «Όμορφη πόλη», οι «Μικρές Κυκλάδες» και οι ζωντανές εμφανίσεις δημιούργησαν μια νέα σχέση με το κοινό. «Δεν συνειδητοποιούσα πόσο σπουδαία ήταν όσα ζούσαμε. Δούλευα είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο».
Το «Γελαστό παιδί» εξελίχθηκε στο πιο εμβληματικό τραγούδι της. «Με κάλεσαν στην ασφάλεια να μου κάνουν σύσταση», θυμόταν. Η τέχνη της μετατράπηκε σε πράξη αντίστασης. Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας έφυγε στο εξωτερικό και περιόδευσε με μικρή ομάδα καλλιτεχνών σε χώρες της Ευρώπης, παρουσιάζοντας πρόγραμμα βασισμένο στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
Μετά τη Μεταπολίτευση δεν τραγούδησε ξανά. «Δεν έβρισκα πια το λόγο. Με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου η μπουάτ στην Πλάκα όπου τραγουδούσα έκλεισε. Λίγο μετά ο Θεοδωράκης τραγουδιόταν ελεύθερα και απ’ όλους».
Σχολιάζοντας την κατάσταση στη χώρα, δεν έκρυβε την ανησυχία της. «Η κατάσταση στη χώρα είναι δύσκολη», έλεγε, «αλλά επειδή είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, πιστεύω ότι κάποτε θα κλείσει αυτός ο κύκλος της κρίσης». Παρά την αισιοδοξία, τα πολιτικά γεγονότα τη συγκλόνιζαν. «Με σοκάρει το πώς τόσοι άνθρωποι κατέληξαν να ψηφίσουν τη Χρυσή Αυγή», παρατηρούσε, «η άνοδός της με τρομάζει. Μετά το τέλος της Δικτατορίας δεν φανταζόμουν ότι θα ζούσαμε ξανά κάτι τέτοιο».
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, επέλεξε να φύγει στο εξωτερικό, όπου με περιοδεία σε χώρες της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης παρουσίασε πρόγραμμα βασισμένο στη μουσική του Θεοδωράκη. Μετά τη Μεταπολίτευση, αποφάσισε να αποσυρθεί σχεδόν εντελώς από τη μουσική και το θέατρο, ανοίγοντας έναν νέο δρόμο στη ζωή της: τη συγγραφή.
Η συγγραφική πορεία: Από την «Πρόβα Νυφικού» στον «Μεγάλο Θυμό»
Η συγγραφική της καριέρα ξεκίνησε το 1993 με το μυθιστόρημα «Η Πρόβα Νυφικού», που γνώρισε τεράστια επιτυχία, πουλήθηκαν πάνω από 200.000 αντίτυπα και έγινε τηλεοπτική σειρά σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη. Ακολούθησαν το διήγημα «Ο Πάπαρδος» και το μυθιστόρημα «Ο Μεγάλος Θυμός», που επίσης μεταφέρθηκε στην τηλεόραση. «Εγώ, από αυτή την ιστορία, κέρδισα δύο φίλους», έλεγε η Ντόρα για τη συνεργασία της με τον Κουτσομύτη και τη γυναίκα του Ρένα. «Με τα βιβλία όχι μόνο δεν κάνεις, αλλά μπορεί να χάσεις φίλους».

Στη συνέχεια, εξέδωσε πληθώρα μυθιστορημάτων όπως «Με τα μάτια του έρωτα», «Οι τρεις χήρε», «Αμαρτωλέ μου άγγελε», «Έρως μετ’ εμποδίων», «Το μενταγιόν», «Ένοχα μυστικά», «Πεθαίνω για σένα» και «Στον γκρεμό», όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
«Παλιά δεν έγραφα ούτε γράμματα. Ξαφνικά ήταν σαν να είχα μαζέψει μέσα μου πράγματα και τα είχα κλείσει σε ένα κουτάκι. Κι έπρεπε να βγουν», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Η προσωπική ζωή και η μοίρα
Η Ντόρα Γιαννακοπούλου πίστευε πολύ στη μοίρα: «Ναι, πιστεύω πως ό,τι περνάμε είναι γραμμένο να το περάσουμε. Όσο και να προσπαθήσεις να ξεφύγεις, αυτό που είναι γραμμένο να γίνει, θα γίνει».
Ήταν περήφανη μητέρα του πεζογράφου Λένου Χρηστίδη και αντιμετώπισε προσωπικές δυσκολίες, όπως η απώλεια του συζύγου της. Παρά τις δυσκολίες, διατήρησε την αισιοδοξία της και συνέχισε να δημιουργεί. «Η μητρότητα είναι κάτι μεγαλειώδες. Αν αξίζει κανείς να ζει, είναι για αυτό και τίποτε άλλο», είχε πει.
Η κληρονομιά της
Η Ντόρα Γιαννακοπούλου άφησε πίσω της ένα πολυδιάστατο έργο, στενά δεμένο με τις πολιτιστικές και κοινωνικές μεταβολές της μεταπολεμικής Ελλάδας. Από τη σκηνή και τις μπουάτ της Πλάκας, μέχρι τις τηλεοπτικές μεταφορές των βιβλίων της, η ζωή της υπήρξε ένα παράδειγμα αφοσίωσης στην τέχνη και τη δημιουργία. «Είναι σημαντικό να γράφεις καλά βιβλία, που ο κόσμος θα τα διαβάζει και θα χαίρεται. Το βιβλίο είναι συντροφιά πρώτα απ’ όλα», συνήθιζε να λέει, αφήνοντας μια τελευταία παρακαταθήκη για όλους όσους αγαπούν την ελληνική λογοτεχνία.
Διαβάστε επίσης:
CBS: «Παγώνει» η προβολή ντοκιμαντέρ για τη φυλακή CECOT στο Ελ Σαλβαδόρ
Φάμελλος στο nonpapers.gr «Ζητούμενο η συμπόρευση με κόμματα και πρόσωπα και όχι οι καρέκλες»











