Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ εξελίσσεται σε ένα πολλαπλό μέτωπο κρίσης για την κυβέρνηση, που δεν αφορά μόνο την κακοδιαχείριση ενός οργανισμού. Είναι πολιτική βλάβη στην καρδιά της κυβερνητικής αφήγησης, η οποία επανέρχεται αντιμέτωπη με τα θεμελιώδη ερωτήματα: Ποιο είναι το κράτος που οικοδομήθηκε την τελευταία εξαετία; Και γιατί η κυβέρνηση δεν κατάφερε να σπάσει τα μεγάλα αποστήματα.
Η ανάκαμψη διακόπηκε βίαια
Το πρώτο ορατό αποτέλεσμα της υπόθεσης είναι η απότομη παύση της δημοσκοπικής ανάκαμψης της Νέας Δημοκρατίας, η οποία είχε αρχίσει να διαμορφώνεται δειλά μετά την εκτόνωση των αντιδράσεων για τα Τέμπη. Η κυβέρνηση είχε καταφέρει να σταθεροποιήσει τη φθορά, να ανακτήσει ελαφρώς έδαφος και να οργανώνει επικοινωνιακά το «καλοκαίρι της επανεκκίνησης».
Το σκάνδαλο όμως επανέφερε την αίσθηση αστάθειας, με εικόνα εσωτερικής φθοράς και αποδιοργάνωσης. Οι παραιτήσεις τεσσάρων υφυπουργών, και ιδιαίτερα του Μάκη Βορίδη, ενός από τους πλέον ισχυρούς πυλώνες του συστήματος εξουσίας, επιβεβαίωσαν ότι η υπόθεση δεν είναι διαχειρίσιμη με “εσωτερικά μαζέματα”.
Το αφήγημα της “κανονικότητας” καταρρέει
Πολιτικά, το σοβαρότερο πλήγμα αφορά το κεντρικό αφήγημα του Κυριάκου Μητσοτάκη: μια κυβέρνηση τεχνοκρατική, αξιοκρατική, με μηδενική ανοχή στον παλαιοκομματισμό. Οι ηχογραφημένες συνομιλίες, οι οποίες αποκαλύπτουν ένα εκτεταμένο δίκτυο ρουσφετιού και χειραγώγησης πόρων, είναι αποκαλυπτικές όχι μόνο ως προς τις πρακτικές, αλλά και ως προς τη φυσιογνωμία της διακυβέρνησης.
Δεν πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις. Οι πρωταγωνιστές δεν είναι περιφερειακοί παράγοντες, αλλά στελέχη του στενού κομματικού πυρήνα, ενώ η Εφημερίδα των Συντακτών καταγράφει 30 παραιτήσεις για σκάνδαλα κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Το επιχείρημα περί «κρατικών παθογενειών» γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την αντιπολίτευση που μιλάει πλέον για κομματικά ρουσφέτια.
Διαχείριση με τα ίδια παλιά αντανακλαστικά
Η κυβερνητική αντιμετώπιση της κρίσης ακολούθησε το γνωστό τρίπτυχο: διάχυση ευθυνών, επίκληση του «βαθέος κράτους» και υπόσχεση «επανεκκίνησης».
Ο Πρωθυπουργός προσπάθησε να δείξει υπευθυνότητα, αλλά διέχυσε τις ευθύνες με τρόπο που κατέληξε σε συμψηφισμό. Όταν λες πως «η ευθύνη βαραίνει όλους όσοι κυβέρνησαν», αποδυναμώνεις την εντολή σου να διορθώσεις όσα καταγγέλλεις.
Το δεύτερο επίπεδο άμυνας ήταν το παραδοσιακό επιχείρημα της «ανεπάρκειας του κράτους». Όμως έξι χρόνια μετά, η επίκληση της ανεπάρκειας είναι ομολογία αποτυχίας διακυβέρνησης. Δεν ακούγονται γενικά και αόριστα φωνές, αλλά βουλευτές και κομματικά στελέχη που παρεμβαίνουν στον καταμερισμό των χρημάτων του Δημοσίου. Η ευθύνη δεν είναι γραφειοκρατική, είναι βαθιά πολιτική.
Τέλος, ο Πρωθυπουργός επανέλαβε το γνωστό μοτίβο φυγής προς τα εμπρός, ανακοινώνοντας αλλαγές και κονδύλια. Όμως όταν υπόσχεσαι «εκκαθάριση» και «νέα αρχή» σχεδόν μετά από κάθε κρίση, το αφήγημα χάνει κάθε πειστικότητα.
Στενός πολιτικός χώρος, δύσκολα διλήμματα
Η δυσκολία δεν περιορίζεται στην κοινή γνώμη. Εντός του κόμματος, ο Μητσοτάκης καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη διαχείριση των ευθυνών και τη διατήρηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αν αποπέμψει όσους εμφανίζονται να εμπλέκονται, απειλείται με αποσταθεροποίηση. Αν δεν το κάνει, επικυρώνει την κουλτούρα ατιμωρησίας.
Η περίπτωση Βορίδη είναι χαρακτηριστική: παραπομπή σημαίνει ρήξη με το σκληρό κομματικό πυρήνα. Απαλλαγή σημαίνει ότι κανένα πολιτικό κόστος δεν επιφέρει η εμπλοκή σε τόσο σοβαρή υπόθεση.
Ακόμη πιο δύσκολη είναι η διαχείριση των πολλών βουλευτών που φέρονται να έχουν εμπλοκή ή διασυνδέσεις με το κύκλωμα του ΟΠΕΚΕΠΕ. Το ερώτημα είναι απλό: πώς διατηρείται η πολιτική αξιοπιστία, όταν ολόκληρες ομάδες του κυβερνητικού κόμματος εμφανίζονται να λειτουργούν με πελατειακή νοοτροπία;
Εκκρεμότητες μπροστά στη ΔΕΘ
Η κυβέρνηση ήλπιζε πως το φθινόπωρο θα ξεκινούσε με νέα θεματολογία, ανακοινώσεις στη ΔΕΘ, ανασχηματισμό και ανασύνταξη. Αντ’ αυτού, βρίσκεται μπλεγμένη σε έναν βάλτο με εσωτερικά, πολιτικά και θεσμικά ερωτήματα που δεν μπορεί να προσπεράσει.
Αυτή τη φορά, το πρόβλημα δεν είναι ένα ατυχές περιστατικό, αλλά η συστημική εικόνα της λειτουργίας της εξουσίας. Η διαχείριση του σκανδάλου δεν κρίνεται μόνο από την αποπομπή τεσσάρων υφυπουργών, αλλά από το αν η πολιτική ηγεσία θα δείξει πραγματική βούληση να κόψει δεσμούς με τις πρακτικές που δήλωνε ότι ήρθε να πολεμήσει.
Το πρόβλημα είναι μπροστά – και δεν επιλύεται με σποραδικά μέτρα ή ευχολόγια περί «διοικητικής αναβάθμισης». Γιατί πλέον, η διακυβέρνηση Μητσοτάκη δεν κρίνεται μόνο για το τι υποσχέθηκε, αλλά για το ποιοι τελικά ωφελήθηκαν.