Πέντε μαύροι και ισπανόφωνοι Αμερικανοί, που είχαν καταδικαστεί άδικα για τον βιασμό μιας νεαρής γυναίκας στη Νέα Υόρκη το 1989 και αθωώθηκαν πολλά χρόνια μετά, προσέφυγαν εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ για τις δηλώσεις που έκανε για την υπόθεσή τους κατά τη διάρκεια της πρόσφατης τηλεμαχίας για τις προεδρικές εκλογές, τον Σεπτέμβριο.
Οι «Πέντε του Σέντραλ Παρκ», όπως τους αποκαλούσε ο Τύπος, έμειναν από 6 έως και 13 χρόνια στη φυλακή, μέχρι που ένας κατά συρροή βιαστής ομολόγησε ότι εκείνος ήταν ο δράστης του βιασμού. Είχε επιτεθεί στην 28χρονη γυναίκα και αφού την βίασε και την ξυλοκόπησε, την εγκατέλειψε πιστεύοντας ότι ήταν νεκρή.
Μέρες μετά το έγκλημα, ο Τραμπ, που τότε ήταν μεγιστάνας του κτηματομεσιτικού τομέα, αγόρασε διαφημιστικό χώρο (μια σελίδα) σε πολλές εφημερίδες της Νέας Υόρκης, για να ζητήσει την επαναφορά της θανατικής ποινής στην Πολιτεία.
Στην τηλεμαχία της 10ης Σεπτεμβρίου η αντιπρόεδρος και υποψήφια του Δημοκρατικού κόμματος Κάμαλα Χάρις κατηγόρησε τον Τραμπ ότι σε όλη την καριέρα του «επιχειρούσε να χρησιμοποιήσει φυλετικά ζητήματα για να διχάσει τους Αμερικανούς», αναφέροντας συγκεκριμένα αυτό το συμβάν.
Στην αγωγή που κατέθεσαν στην Πενσιλβάνια, την Πολιτεία όπου διεξήχθη η τηλεμαχία, οι πέντε άνδρες αναφέρουν ότι ο Τραμπ δήλωσε ψευδώς ότι αυτοί είχαν δηλώσει ένοχοι και ότι το θύμα απεβίωσε.
Το 2014 οι «Πέντε του Σέντραλ Παρκ» έλαβαν αποζημίωση ύψους 41 εκατομμυρίων δολαρίων.
Το 1989 όλοι τους ήταν ανήλικοι, μεταξύ 14-16 ετών. Ανακρίθηκαν χωριστά, επί πολλές ώρες, χωρίς παρουσία δικηγόρων και η κατηγορία βασίστηκε στο γεγονός ότι αλληλοκατηγορούνταν. Στη συνέχεια ανακάλεσαν τις «ομολογίες» λέγοντας ότι τους παγίδευσαν οι αστυνομικοί, όμως όλοι τους καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης.
Ο ένας από τους πέντε εξελέγη το 2023 δημοτικός σύμβουλος της Νέας Υόρκης.