Σε μια εποχή όπου οι φωνές των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων μοιάζουν να αφομοιώνονται σε μια ενιαία στάση απέναντι στο Παλαιστινιακό ζήτημα, η αναδρομή στην ιστορική στάση της Ελλάδας του 1982 αποτελεί ένα ισχυρό μάθημα ανεξάρτητης και ηθικής εξωτερικής πολιτικής.
Εκείνη τη χρονιά, εν μέσω της αιματηρής ισραηλινής εισβολής στον Λίβανο («Ειρήνη στη Γαλιλαία») και τον βομβαρδισμό της Βηρυτού, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ανδρέας Παπανδρέου, όχι μόνο διαφοροποιήθηκε ριζικά από τον δυτικό κόσμο, αλλά έκανε μια κίνηση που έμεινε στην ιστορία.
Η δήλωση του Έλληνα Πρωθυπουργού του 1982, όπως διασώζεται, ήταν μία πράξη πολιτικής τόλμης και ρητορικής σαφήνειας:
«Οι Παλαιστίνιοι έχουν εκδιωχθεί από την πατρίδα τους. Δικαιούνται να κάνουν τα πάντα. Είναι αδύνατο για μια Ευρώπη υπεύθυνη πολιτικά να κρίνει ότι οι Παλαιστίνιοι είναι τρομοκράτες. Οι Παλαιστίνιοι κάνουν αγώνα για να αποκτήσουν τη χαμένη πατρίδα τους. Τους είπα πολλά τέτοια.»
Με αυτή τη δήλωση, η Ελλάδα αναγνώριζε επίσημα την ηθική νομιμότητα του παλαιστινιακού αγώνα, καταρρίπτοντας την τότε κυρίαρχη αφήγηση περί «τρομοκρατίας». Ήταν μία πολιτική που έδινε έμφαση στο ιστορικό χρέος και το δικαίωμα ενός εκδιωγμένου λαού στην αυτοδιάθεση.

Η αναχώρηση από τον Λίβανο
Το καλοκαίρι του 1982, οι Παλαιστίνιοι μαχητές της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) υπό τον Γιασέρ Αραφάτ βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στην πολιορκούμενη Βηρυτό, με το Ισραήλ, υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ, να επιδιώκει την εξόντωσή τους εν μέσω της σιωπής ή της υποκριτικής «ανησυχίας» της διεθνούς κοινότητας.
Εν μέσω αυτής της δραματικής κατάστασης, η Ελλάδα του Ανδρέα Παπανδρέου αναδείχθηκε σε φωτεινή εξαίρεση.
Αψηφώντας τις ασφυκτικές πιέσεις από την Ουάσιγκτον, το ΝΑΤΟ και το Τελ Αβίβ, ο Παπανδρέου διέταξε τον απόπλου πέντε ελληνικών πλοίων από τον Πειραιά – αρχικά για την παραλαβή 3.000 μαχητών, 700 γυναικόπαιδων και του ίδιου του Αραφάτ από την Τρίπολη του Λιβάνου, όπου είχαν καταφύγει μετά τη Βηρυτό.
Η αποστολή, υψηλού κινδύνου καθώς διεξαγόταν σε πολεμική ζώνη με πλήρη ισραηλινή αεροναυτική κυριαρχία, στέφθηκε με επιτυχία: τα ελληνικά πλοία, συνοδευόμενα από πολεμικά πλοία του Πολεμικού Ναυτικού, φόρτωσαν τους Παλαιστίνιους και τις οικογένειές τους και τους μετέφεραν ασφαλείς στην Ελλάδα.
Η κίνηση αυτή, που διασφάλισε τη συνέχιση του παλαιστινιακού αγώνα, αναγνωρίστηκε από τον ίδιο τον Αραφάτ ως επισφράγιση της «αληθινής φιλίας» και του «βάθους της σχέσης» μεταξύ των δύο λαών.
Από τον Ανδρέα στον Κυριάκο
Σήμερα, δεκαετίες μετά, η εξωτερική πολιτική, υπό την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, φαίνεται να έχει υιοθετήσει μια εντελώς διαφορετική τροχιά.
Ενώ οι γεωπολιτικές ισορροπίες έχουν αλλάξει, η βασική αρχή του ανθρωπιστικού δικαίου και της υποστήριξης των λαών για αυτοδιάθεση παραμένει. Η πολιτική του 1982 ήταν η ενσάρκωση μιας ανεξάρτητης, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που δεν φοβήθηκε να συγκρουστεί με τις αφηγήσεις των μεγάλων δυνάμεων, δίνοντας έμφαση στο ηθικό κριτήριο πάνω από τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες.
Αντίθετα, η σημερινή κυβέρνηση επιλέγει μια στάση απόλυτης ταύτισης με τα συμφέροντα του Ισραήλ -υποστηρίζοντας την κατοχή της Παλαιστίνης- στο όνομα δήθεν της «εθνικής ασφάλειας», λες και την εποχή του Παπανδρέου είχαμε να αντιμετωπίσουμε άλλους γείτονες και δεν έμπαιναν ζητήματα ασφαλείας του κράτους. Σήμερα δεν προτάσσεται το δίκαιο των λαών αλλά επιλέγεται ο δρόμος της συμμόρφωσης προς τα μεγάλα συμφέροντα ακόμη κι όταν υποστηρίζουν μια γενοκτονία.
Αυτή η διαφορά δεν είναι απλώς ιδεολογική – είναι μια διαφορά στο διεθνές κύρος και την πολιτική αυτονομία της χώρας.
Διαβάστε επίσης:
21 χρόνια χωρίς τον Γιάσερ Αραφάτ: Η εμβληματική φωνή του παλαιστινιακού αγώνα











