Σημάδια σοβαρής εσωτερικής διάσπασης εμφανίζει η κυβέρνηση συνασπισμού στη Γερμανία, μόλις δύο μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Φρίντριχ Μέρτς. Η αιτία αυτή τη φορά δεν είναι η οικονομία ή η εξωτερική πολιτική, αλλά ο —φαινομενικά τεχνικός— διορισμός μιας δικαστού στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε η υπόθεση της υποψηφιότητας της Φράουκε Μπρόζιους – Γκέρσντορφ, έφερε στην επιφάνεια υπόγειες ιδεολογικές αντιθέσεις ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του Μέρτς και τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), οι οποίες απειλούν πλέον την πολιτική σταθερότητα του εύθραυστου κυβερνητικού σχήματος.
Λογοκλοπή ή πολιτικό πρόσχημα;
Η Μπρόζιους – Γκέρσντορφ ήταν η προτεινόμενη υποψήφια του SPD για το Συνταγματικό Δικαστήριο. Λίγα 24ωρα πριν την προγραμματισμένη ψηφοφορία, κυκλοφόρησε καταγγελία περί λογοκλοπής στη διδακτορική της διατριβή, το 1997. Η καταγγελία προήλθε από τον Στέφαν Βέμπερ, γνωστό για ανάλογες επιθέσεις κατά πολιτικών προσώπων. Ωστόσο, ακόμη και ο ίδιος παραδέχθηκε ότι δεν είναι βέβαιος αν η παρατυπία αφορά τη διατριβή της ίδιας ή… του συζύγου της!
«Δεν το γνωρίζουμε ακόμη… Και οι δύο διατριβές εκπονήθηκαν την ίδια χρονιά», δήλωσε ο Βέμπερ στη Bild, αποφεύγοντας να τεκμηριώσει την καταγγελία του.
Παρά την ασάφεια, το συντηρητικό μπλοκ του CDU/CSU αρνήθηκε να στηρίξει την υποψηφιότητα και απαίτησε την απόσυρσή της. Επικαλέστηκε ως λόγο τη διάβρωση του κύρους της Δικαιοσύνης, μετατρέποντας μια εσωτερική διαφωνία σε ανοιχτή πολιτική σύγκρουση με το SPD.
Το αληθινό «αγκάθι»: οι αμβλώσεις
Αριστεροί βουλευτές και αναλυτές θεωρούν ότι η επίμαχη καταγγελία δεν είναι παρά ένα πρόσχημα. Η ουσία, όπως υποστηρίζουν, κρύβεται στις προοδευτικές απόψεις της υποψήφιας για το θέμα των αμβλώσεων.
Η Γκέρσντορφ είχε δημοσίως τοποθετηθεί υπέρ της αποποινικοποίησης, προτείνοντας νομοθετικό πλαίσιο για την κατοχύρωση του δικαιώματος. Στη Γερμανία, οι αμβλώσεις παραμένουν τεχνικά παράνομες, αν και επιτρέπονται υπό όρους εντός του πρώτου τριμήνου.
«Βλέπουμε μια άκρως καταρτισμένη υποψήφια να γίνεται στόχος μιας ανυπόστατης εκστρατείας σπίλωσης», δήλωσε ο αναπληρωτής επικεφαλής της Κ.Ο. του SPD Ντιρκ Βίζε, εκφράζοντας την αγανάκτηση του κόμματος.
Αποκαλυπτική ήταν και η δήλωση έξι βουλευτών του CDU, που μίλησαν ανώνυμα στο Politico, επιβεβαιώνοντας ότι 20–30 συνάδελφοί τους σκόπευαν να καταψηφίσουν την υποψηφιότητα λόγω των απόψεών της για τις αμβλώσεις — και όχι εξαιτίας κάποιας λογοκλοπής.
Η εύθραυστη ισορροπία Μέρτς
Η υπόθεση ανέδειξε όχι μόνο το ρήγμα ανάμεσα στους εταίρους, αλλά και το ευρύτερο πολιτικό πρόβλημα του Μέρτς. Ο κυβερνητικός συνασπισμός (CDU–SPD) διατηρεί οριακή πλειοψηφία 52% στη Bundestag, ενώ το ακροδεξιό AfD είναι πλέον δεύτερη δύναμη στο Κοινοβούλιο.
Η εκλογή δικαστών στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων, γεγονός που καθιστά αναγκαίες συμμαχίες με κόμματα εκτός κυβερνητικού πλαισίου. Οι διαθέσιμες επιλογές είναι είτε το AfD, το οποίο ο Μέρτς έχει αποκλείσει, είτε το Die Linke, που κερδίζει έδαφος στους νέους ψηφοφόρους.
Το αποτέλεσμα; Η κυβέρνηση παγιδεύεται σε ένα εσωτερικό ναρκοπέδιο, όπου ακόμη και τεχνικά ζητήματα γίνονται πεδία ιδεολογικής σύγκρουσης.
«Όχι» στην πολιτικοποίηση της Δικαιοσύνης;
Στον αντίποδα, η ηγεσία του CDU επιμένει ότι η απόφαση δεν σχετίζεται με ιδεολογικά κριτήρια, αλλά με την ανάγκη για ανεπίληπτους υποψήφιους. Ο Στέφεν Μπίλγκερ, από την ηγεσία του κόμματος, δήλωσε:
«Η εκλογή δικαστών δεν μπορεί να γίνεται αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι υποψήφιοι πρέπει να είναι υπεράνω κάθε επαγγελματικής αμφιβολίας».
Ωστόσο, η χρονική συγκυρία της καταγγελίας, η ασάφεια του περιεχομένου της και η επιβεβαιωμένη δυσφορία των βουλευτών για τις θέσεις της υποψήφιας, συνθέτουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα.
Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης
Η απόσυρση της υποψηφιότητας μπορεί να αποτράπηκε προσωρινά, αλλά η ψηφοφορία αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Αυτό που μένει είναι η αποκαρδιωτική εικόνα μιας κυβέρνησης που δυσκολεύεται να κυβερνήσει ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό.
Ο διορισμός μιας καταξιωμένης δικαστικού, αντί να ενοποιήσει, διχάζει. Το φάντασμα της πολιτικής πόλωσης στη Δικαιοσύνη επιστρέφει. Και ο Μέρτς καλείται πλέον να ισορροπήσει ανάμεσα στις αξίες της Κεντροδεξιάς, τις απαιτήσεις του SPD και τις σκιές μιας κοινοβουλευτικής αστάθειας, που μόλις αρχίζει.