Η Ελλάδα δεν αντέχει άλλη υποκρισία. Κυρίως στο μεταναστευτικό. Δεν αντέχει άλλο από εύκολες «ευαισθησίες» του πληκτρολογίου, ούτε από κηρύγματα ανθρωπισμού από εκείνους που ποτέ δεν έχουν διαχειριστεί την πραγματικότητα.
Γράφει ο Μίλτος Σακελλάρης
Και από εκείνους που όταν την διαχειρίστηκαν, τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. Για να είμαστε ξεκάθαροι: όσο επικίνδυνοι είναι οι ρατσιστές και οι ακραίοι, άλλο τόσο επικίνδυνοι είναι και οι υποκριτές, οι ανίδεοι και όσοι παριστάνουν τους ευρωπαϊστές χωρίς να ξέρουν τι πραγματικά συμβαίνει στην Ευρώπη. Το μεταναστευτικό δεν είναι θεωρία. Είναι αριθμοί, άνθρωποι, σύνορα, νησιά που στενάζουν, κοινωνίες που πιέζονται, και μια πατρίδα που δεν είναι απεριόριστη.
Η κυβέρνηση – σε αντίθεση με τους επαγγελματίες ευαίσθητους της αριστεράς – παίρνει αποφάσεις. Όχι για να γίνει αρεστή σε διεθνή συνέδρια, αλλά για να προστατεύσει την Ελλάδα και να επιβάλει το αυτονόητο, αυτό που επιτάσσει η κοινωνία: τα σύνορα φυλάσσονται, οι διακινητές είναι εγκληματίες, και ότι οι διαδικασίες ασύλου δεν μπορεί να είναι ατέρμονες. Όλα αυτά, χωρίς ποτέ να αγνοούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα – γιατί το να είσαι υπεύθυνος δεν σημαίνει ότι είσαι απάνθρωπος, ούτε όμως και αφελής.
Η πρόσφατη τροπολογία της κυβέρνησης για τη δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας χορήγησης ασύλου είναι μια γενναία και απολύτως αναγκαία πολιτική παρέμβαση. Δεν πρόκειται για τιμωρητική διάταξη, όπως την παρουσιάζουν οι πολιτικοί από τον καναπέ του, αλλά για στοιχειώδη άμυνα ενός κράτους που δικαιούται να γνωρίζει σε ποιον ανοίγει την πόρτα και με ποιες προϋποθέσεις. Δεν μπορεί το δικαίωμα στο άσυλο να λειτουργεί ως απόλυτο άλλοθι. Άλλοθι στους διακινητές, άλλοθι σε όλους όσοι είναι παράνομοι.
Έχει έρθει η ώρα να μιλήσουμε και για τον «ελέφαντα στο δωμάτιο»: το βιομηχανικό δίκτυο των λαθροδιακινητών. Γιατί αυτό είναι το πραγματικό «αντι-ανθρωπιστικό» πρόσωπο της μεταναστευτικής κρίσης. Πίσω από κάθε βάρκα που ξεκινούσε κάποτε από τα τουρκικά παράλια και σήμερα από τις ακτές της Λιβύης, πίσω από κάθε άνθρωπο που παγιδεύεται σε δίκτυα διακίνησης, υπάρχει ένα πολυεθνικό καρτέλ που θησαυρίζει. Πρόκειται για «χρυσές μπίζνες» με τζίρους εκατομμυρίων, με «πακέτα» μεταφοράς των 3.000 ή 5.000 ευρώ ανά άτομο, με πλαστά έγγραφα, με συνεννοήσεις με διεφθαρμένους κρατικούς υπαλλήλους, με στρατηγικές εργαλειοποίησης ακόμα και από κρατικές οντότητες.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι πύλη εισόδου για την Ευρώπη με όρους χάους. Ούτε μπορεί να γίνει «hotspot εις το διηνεκές». Η κοινωνία έχει μιλήσει. Αυτά τα ζήσαμε. Κανείς δεν τα ξεχνάει. Οι τοπικές κοινωνίες δοκιμάστηκαν. Ειδικά στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία σήμερα είναι σε καλύτερη κατάσταση. Λένε το αυτονόητο: έχουν κουραστεί. Και η κυβέρνηση κάνει αυτό που οι προηγούμενοι απλώς υποσχέθηκαν: εφαρμόζει έλεγχο, αυστηρότητα, κανόνες. Το έκανε το 2019 και το 2020, όταν είδαμε την υβριδική απειλή στον Έβρο. Το κάνει- πλέον έστω και με καθυστέρηση- στο σήμερα.
Ας μη γελιόμαστε: η αυστηροποίηση δεν είναι αυταρχισμός – είναι κοινωνική απαίτηση, είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι. Σήμερα, δεν διαμαρτύρονται οι ακρίτες του Έβρου ή τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Διαμαρτύρεται η Κρήτη, όπου η πίεση από τις νέες ροές μεταναστών γίνεται πλέον αισθητή. Τοπικοί άρχοντες, κάτοικοι, επαγγελματίες, ζητούν αυτό που ζητούσαν πριν λίγα χρόνια η Χίος, η Σάμος, η Λέσβος αλλά και ο Έβρος: να μπει τάξη, να ελεγχθούν οι ροές, να μην καταρρεύσει η καθημερινότητα.
Η κοινωνία δεν ζητά ρατσισμό. Ζητά σοβαρότητα, έλεγχο και σχέδιο. Κι αυτό ακριβώς κάνει η κυβέρνηση. Ακούει την κοινωνία, όχι τα hashtags. Φτιάχνει πολιτική, όχι αφηγήματα.
Αντίθετα, η αριστερά συνεχίζει να κινείται σε μια επικίνδυνη ρητορική. Καταγγέλλει κάθε προσπάθεια ελέγχου των συνόρων, κάθε μέτρο αποτροπής, κάθε θεσμική ρύθμιση. Εμφανίζεται περίπου σαν προστάτης των «δικαιωμάτων», λες και η διαχείριση μιας μεταναστευτικής κρίσης είναι αποκλειστικά ηθική υπόθεση. Δεν έχει σημασία αν οι ροές είναι ανεξέλεγκτες. Μάλλον δεν τους ενδιαφέρει. Δεν έχει σημασία αν κάποιοι εκμεταλλεύονται το σύστημα. Σημασία έχει να μη δυσαρεστηθούν οι «αλληλέγγυες» μειοψηφίες.
Δυστυχώς για αυτούς η πολιτική δεν είναι «wishful thinking». Ούτε οι πολίτες είναι αφελείς. Η πλειοψηφία βλέπει, καταλαβαίνει και στηρίζει την ανάγκη για αυστηροποίηση. Όχι από ρατσισμό – αλλά από κόπωση και δίκαιη απαίτηση για κανονικότητα.
Το μεταναστευτικό χρειάζεται δύο πράγματα:
– σεβασμό στα δικαιώματα όσων όντως διώκονται ή έχουν ανάγκη διεθνούς προστασίας.
– απόλυτη μηδενική ανοχή στα κυκλώματα, στους παραβάτες, και σε όσους εργαλειοποιούν το άσυλο για να μείνουν επ’ αόριστον σε μια χώρα που δεν τους κάλεσε.
Η κυβέρνηση δείχνει ότι μπορεί να ισορροπήσει. Φυλάσσει τα σύνορα – χωρίς να γίνεται απάνθρωπη. Κλείνει τα αυτιά στον ηθικοπλαστικό συναισθηματισμό της αριστεράς – χωρίς να απεμπολεί τον σεβασμό στον άνθρωπο. Και βάζει, επιτέλους, ένα τέλος στο «μπες-βγες» που διέλυσε το αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες της Κρήτης, τους τελευταίους μήνες.
Η επιλογή είναι σαφής και ο κόσμος το αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα: Μεταναστευτικό με όρους ή μεταναστευτικό χωρίς έλεγχο. Ευθύνη ή σύγχυση. Κυβέρνηση ή χάος.Η Ελλάδα δεν θα γίνει πειραματόζωο , ούτε θα δεχτεί να μετατραπεί σε βολικό χώρο διέλευσης για τους «πελάτες» των λαθροδιακινητών.
Η χώρα επέλεξε πλευρά. Όσο κι αν στεναχωριούνται κάποιοι.