Στην Ελλάδα, αν υπάρχει κάτι που ενώνει όλες τις πολιτικές φυλές, είναι η απέχθεια για τον «λαϊκισμό». Είναι το τέρας στο υπόγειο της δημοκρατίας μας, το βαμπίρ του δημόσιου διαλόγου, το «είσαι εσύ που φωνάζεις ενώ εγώ είμαι απλώς έντιμα παθιασμένος».
Γράφει ο Δημήτρης Δραγώγιας
Η Κεντροαριστερά, δε, έχει αναλάβει εργολαβικά τον ρόλο του εθνικού εντομοκτόνου: εκείνη θα εντοπίσει πού υπάρχει λαϊκισμός, θα τον δείξει με το δάχτυλο και θα μας προφυλάξει από το κακό. Όχι γιατί είναι αλαζονική -ποτέ!- αλλά γιατί ξέρει, έχει θεσμική μνήμη και πτυχίο από πανεπιστήμιο του εξωτερικού. (Αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον ένα Erasmus).
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λέει, είναι λαϊκιστής γιατί υπόσχεται πολλά. Η ΝΔ είναι λαϊκιστική όταν παριστάνει πως είναι τεχνοκράτης και τα κάνει σαν τον Ψωμιάδη. Οι μικρότεροι σχηματισμοί, δε, είναι γραφικοί από κατασκευής – «η πολιτική δεν είναι σουρεαλισμός», λέει με αγανάκτηση το ηγετικό στέλεχος που έχει αλλάξει τρία κόμματα, δύο κουρέματα και μια άποψη για τον Χάμπερμας.
Όμως η Κεντροαριστερά, όπως ορίζει τον εαυτό της, δεν είναι λαϊκιστική. Είναι σοβαρή. Είναι «υπεύθυνη δύναμη». Ψύχραιμη, ορθολογική, με λύσεις. Δεν χειροκροτά στον δρόμο, δεν πετάει ντομάτες, δεν μπαίνει σε memes (εκτός αν είναι vintage Ανδρέας).
Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: όλη αυτή η σοβαρότητα μοιάζει κάποιες φορές με επιτηδευμένο ελιτισμό, με μια υπεροψία που λέει σιωπηλά:
«Ο λαός είναι καλός, αρκεί να μην φωνάζει πολύ και να ακούει αυτά που του λέμε».
Η έννοια της «πολιτικής υπευθυνότητας» είναι σαν τη μαμά που λέει «θα το συζητήσουμε στο σπίτι». Δεν λέει «όχι», αλλά δεν θα πεις και «ναι» με ενθουσιασμό.
Η Κεντροαριστερά συχνά επικαλείται την υπευθυνότητα ως αποφυγή κάθε σύγκρουσης με το κυρίαρχο ρεύμα. Μη σας πουν και «αντισυστημικούς». Μη σας πουν και «ριζοσπάστες». Πάνω απ’ όλα, μην ταραχτεί το status quo.
Μια πολιτική πρόταση χωρίς αναταράξεις, χωρίς φωνές, χωρίς ουσία -αλλά με ωραίο power point και infographic σε πράσινο-μπεζ.
Μόνο που σε έναν κόσμο που καίγεται, που οι νέοι φεύγουν, που η κοινωνία βογκάει και οι τιμές στο σούπερ μάρκετ θυμίζουν Ντουμπάι – ποιανού σοβαρότητα είναι τελικά σοβαρή;
Η ελληνική Κεντροαριστερά συχνά αντιμετωπίζει τον λαό όπως ο καθηγητής φιλοσοφίας αντιμετωπίζει τον μαθητή που διαβάζει Μπουκόφσκι: με συγκατάβαση. Θα του προτείνει Καμύ, θα του δώσει μια διάλεξη για την ελευθερία της βούλησης, αλλά δεν θα καταλάβει ποτέ γιατί ο άλλος φωνάζει.
Έτσι χάνεται η επαφή. Κι όταν χάνεις την επαφή, αρκεί μια Πλεύση Ελευθερίας, ένα ΝΙΚΗ ή ένας Βελόπουλος για να γεμίσει το κενό με στόμφο, θυμό και… κεραλοιφές.
Αν ο λαϊκισμός είναι η υπόσχεση χωρίς κόστος, τότε όλες οι παρατάξεις φταίνε. Αν είναι η εσκεμμένη παραπλάνηση, τότε να ψάξουμε και στα πρακτικά της Βουλής. Αν είναι απλώς η σύνδεση με το θυμικό του κόσμου – τότε μήπως η Κεντροαριστερά να το ξανασκεφτεί;
Γιατί όταν φωνάζει ο λαός, δεν είναι πάντα επειδή «παρασύρθηκε». Μπορεί να πονάει. Μπορεί να αγανάκτησε. Και αν η πολιτική πρόταση τού απαντά με αριθμούς και με «οδικούς χάρτες 2030», τότε συγγνώμη – αλλά δεν είναι σοβαρότητα, είναι βαρηκοΐα.
Το μεγάλο στοίχημα για την Κεντροαριστερά δεν είναι να φανεί σοβαρή. Είναι να πείσει ότι καταλαβαίνει. Όχι να μιλάει από ψηλά, αλλά να στέκεται πλάι. Όχι να υποδεικνύει τι είναι σωστό, αλλά να συνδιαμορφώνει. Όχι να κοροϊδεύει τους λαϊκιστές, αλλά να πείθει πως υπάρχει άλλη διέξοδος.
Κι όσο αυτό δεν συμβαίνει, θα υπάρχει πάντα κάποιος που θα φωνάζει περισσότερο – και, δυστυχώς, θα τον ακούν.