Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 11 Νοεμβρίου του 1994, σίγησε για πάντα η πιο θρυλική σάλπιγγα της ποδοσφαιρικής Ελλάδας. Έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Δουρίδας, ο αλησμόνητος Αττίλιο της κερκίδας των φανατικών οπαδών του Ολυμπιακού, αφήνοντας πίσω του έναν ανεξίτηλο θρύλο οπαδικής αφοσίωσης και τρέλας.
Για κάθε παλιό (γηπεδικό) Ολυμπιακό, το όνομα Αττίλιο συνδέεται άμεσα με τη Θύρα 7, το Στάδιο Καραϊσκάκη, το ρυθμό, το πάθος και την εκκωφαντική φωνή που ακολουθούσε το σάλπισμά του: «Ο-λυ-μπι-ακός, Ο-λυ-μπι-ακός!». Ήταν η ζωντανή απόδειξη πως ο οπαδός είναι ο πιο πιστός στρατιώτης μιας ιδέας, ενός συναισθήματος που ξεπερνά τη λογική.
Γεννημένος το 1942, στην Αθήνα, ο Βασίλης Δουρίδας μεγάλωσε με μια ακαταμάχητη αγάπη για τον Ολυμπιακό. Η αφοσίωσή του στην ομάδα ήταν τόσο απόλυτη, που τον οδήγησε σε μια ριζική απόφαση: στο τέταρτο έτος των σπουδών του στην Ιατρική Σχολή, παράτησε τα πάντα για να αφοσιωθεί στον Ολυμπιακό. Έπιασε δουλειά για να έχει τα απαραίτητα χρήματα για το κυριακάτικο εισιτήριο και τα εκτός έδρας ταξίδια.
«Πρέπει να σταματήσεις να παίζεις. Τα πνευμόνια σου δε θ’ αντέξουν», τον προειδοποιούσαν οι γιατροί. «Και τι να την κάνω τη ζωή χωρίς τον Ολυμπιακό», αναρωτιόταν εκείνος. Αυτή η φράση συμπυκνώνει την οπαδική του φιλοσοφία. Για τον «Αττίλιο», η ζωή ήταν ο Ολυμπιακός, και ήταν πρόθυμος να πληρώσει το τίμημα. Η υπερβολική χρήση της σάλπιγγας, ειδικά στα τελευταία χρόνια της ζωής του, επιβάρυνε σοβαρά τους πνεύμονές του, οδηγώντας τελικά στο μοιραίο πνευμονικό οίδημα. Ακόμα και τότε, έλεγε πως «μόνο όταν μπαίνω στο γήπεδο ως εκ θαύματος νιώθω καλά».
Από τη 10 στη Θύρα 7: Η γέννηση του Αττίλιο
Ο Βασίλης ξεκίνησε την οπαδική του καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Μεταφέροντας μια σάλπιγγα στο γήπεδο, προσπάθησε αρχικά να δώσει ρυθμό από τα «ορεινά» της Θύρας 10 του παλιού Καραϊσκάκη. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι το πάθος του δεν χωρούσε εκεί. Μαζί με την παρέα του, μετακόμισαν αρχικά στο πέταλο, κάτω από το ρολόι της θύρας 12+1, και εν τέλει στο φυσικό του σπίτι: τη Θύρα 7. Από εκείνο το μετερίζι υπηρέτησε πιστά την ομάδα για περίπου δύο δεκαετίες.
Το προσωνύμιο Αττίλιο το απέκτησε από ένα αστείο περιστατικό στην κερκίδα: Μια ημέρα, μπήκε φουριόζος (πάντα κρατώντας τη σάλπιγγα) και έπεσε κατά λάθος πάνω σε έναν άλλο οπαδό, μετακινώντας μια ομάδα ατόμων λόγω του όγκου του. Τότε κάποιος αναφώνησε: «Σιγά ρε φίλε! Ποιος είσαι; Ο Αττίλιο;» – αναφερόμενος σε έναν διάσημο Ασιάτη παλαιστή της εποχής. Το παρατσούκλι έμεινε. Ο Βασίλης Δουρίδας έγινε ο Αττίλιο, ο σαλπιγκτής που σήκωνε στον αέρα δεκάδες χιλιάδες χέρια.
Η ζωή του Αττίλιο δεν ήταν ανέφελη. Τον Απρίλιο του 1972, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 4 μήνες φυλάκιση με αναστολή από την αστυνομία της χούντας «δια διέγερσιν εις απείθειαν», επειδή παρότρυνε τον κόσμο να μη διαλυθεί έξω από το γήπεδο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, πικραμένος από τη διοίκηση του Ολυμπιακού, πήρε την τρομπέτα του και πήγε να οργανώσει την κερκίδα του Εθνικού! Σύντομα όμως συνειδητοποίησε το λάθος του και επέστρεψε στη Θύρα 7. Έφαγε ξύλο τόσο από αντίπαλους οπαδούς όσο και από «φουσκωτούς» της διοίκησης του Αργύρη Σαλιαρέλη, όταν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί για την κατάντια της ομάδας.
Ο Αττίλιο όμως ήταν παντού: ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ, όπου υπήρχε ο δαφνοστεφανωμένος έφηβος, ήταν κι εκείνος. Δίπλα στην ομάδα του μέχρι τέλους, ακόμα και όταν οι γιατροί τον ικέτευαν να σταματήσει.
Τη νύχτα της 11ης Νοεμβρίου 1994, ο Βασίλης Δουρίδας πέθανε. Κηδεύτηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων μέσα σε ένα κόκκινο φέρετρο, όπως είχε ζητήσει από τη σύζυγό του, Αριστέα. Στο τελευταίο αντίο παρευρέθηκαν η ποδοσφαιρική ομάδα, ο πρόεδρος Σωκράτης Κόκκαλης και εκατοντάδες ανώνυμοι οπαδοί.
Ακόμα και σήμερα, στο ανακαινισμένο Καραϊσκάκη, το σάλπισμα του Αττίλιο ακούγεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Οι νέες γενιές των οπαδών σηκώνουν τα χέρια ψηλά στον πειραϊκό ουρανό, τιμώντας τον θρύλο με τη φωνή που δεν σβήνει: «Τα χρόνια περνάνε, ποτέ δε σε ξεχνάμε…»
Διαβάστε επίσης:
Έρχεται καθολική απαγόρευση των τρανς και ίντερσεξ αθλητριών στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες











