Σαν σήμερα, 12 Οκτωβρίου 1944, ένα ηλιόλουστο πρωινό Πέμπτης, οι καμπάνες των εκκλησιών ήχησαν χαρμόσυνα, καλώντας τους Αθηναίους να ξεχυθούν στους δρόμους και να πανηγυρίσουν το τέλος της Γερμανικής Κατοχής, μιας περιόδου 1.625 ημερών δουλείας και σκλαβιάς.
Η αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων από την πρωτεύουσα σηματοδότησε μια κομβική στιγμή για την Ελλάδα, η οποία, αν και ανακουφισμένη, έμπαινε σε μια νέα περίοδο πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών.
Η αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρηση των δυνάμεων του Άξονα (Γερμανών και Βουλγάρων) είχε ξεκινήσει μήνες νωρίτερα, με την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία (6 Ιουνίου 1944) και την προέλαση των Σοβιετικών. Στο μεταξύ, η ελληνική εξόριστη κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, έχοντας ενσωματώσει στελέχη του ΕΑΜ, είχε τεθεί επικεφαλής των ανταρτικών ομάδων του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, με τις συμφωνίες Λιβάνου και Καζέρτας.
Η σταδιακή αποχώρηση των Γερμανών ξεκίνησε από το βράδυ της 11ης Οκτωβρίου. Στις 8:00 το πρωί της 12ης Οκτωβρίου, ο επικεφαλής των κατοχικών δυνάμεων, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι, κατέθεσε ένα βιαστικό στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, συνοδευόμενος από τον κατοχικό δήμαρχο Άγγελο Γεωργάτο.
Το συμβολικό τέλος ήρθε στις 9:15 το πρωί, όταν ένας Γερμανός στρατιώτης κατέβασε τη ναζιστική σημαία από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης χωρίς καμία επισημότητα, αποχωρώντας με σκυμμένο το κεφάλι.
Αμέσως, χιλιάδες Αθηναίοι ξεχύθηκαν στους δρόμους σε ένα τρελό πανηγύρι. Με τη γαλανόλευκη στα χέρια, αλληλοασπάζονταν, φωνάζοντας «Χριστός Ανέστη», ενώ παιδιά σκαρφάλωναν στα τραμ και ο Εθνικός Ύμνος αντηχούσε παντού, μετά από τρεισήμισι χρόνια σκλαβιάς.
Στις έξι ημέρες που μεσολάβησαν μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης, την εξουσία στην Αθήνα ασκούσε τριμελής επιτροπή, με τη συνδρομή του διοικητή της Αστυνομίας, Άγγελου Έβερτ. Δύο ημέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών, έφτασαν στην πρωτεύουσα δυνάμεις του βρετανικού στρατού υπό τον αντιστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπι.
Στις 18 Οκτωβρίου, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου και η κυβέρνησή του έφτασαν στην Αθήνα. Την ίδια ημέρα, ο Παπανδρέου ύψωσε την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη και μίλησε στο ασφυκτικά γεμάτο πλήθος της Πλατείας Συντάγματος από τον εξώστη του Υπουργείου Οικονομικών.
Στην ομιλία του, αναφέρθηκε στην ικανοποίηση των εθνικών διεκδικήσεων, την αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας, τη διευθέτηση του πολιτειακού ζητήματος μέσω δημοψηφίσματος και την τιμωρία των συνεργατών των κατακτητών. Το πλήθος, το οποίο συχνά τον διέκοπτε με συνθήματα υπέρ του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, ζητούσε λαοκρατία, και σε μια δύσκολη γι’ αυτόν στιγμή, ο Παπανδρέου απάντησε με την ιστορική φράση: «Πιστεύομεν και εις την λαοκρατίαν».
Δυστυχώς, οι πανηγυρισμοί της απελευθέρωσης κράτησαν μόλις 53 ημέρες και τα Δεκεμβριανά στάθηκαν το προμήνυμα της εμφύλιας σύγκρουσης που θα ακολουθούσε.