Τον Ιούλιο του 1997, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, ο αείμνηστος τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης και ο Τούρκος ομόλογός του Μεσούτ Γιλμάζ, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, προχώρησαν σε μια συμφωνία στρατηγικής σημασίας για την αποκλιμάκωση των εντάσεων στο Αιγαίο και τη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Συμφωνία της Μαδρίτης δεν ήταν μια συνθήκη ειρήνης, αλλά μια κοινή πολιτική δέσμευση σε βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου – και κυρίως μια πράξη ευθύνης και νηφαλιότητας.
Η συγκυρία ήταν ιδιαίτερα τεταμένη. Ενάμιση χρόνο μετά την κρίση των Ιμίων, που έφερε τις δύο χώρες στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης, και σε μια φάση όπου οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο έπαιρναν νέες μορφές, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να κινηθεί με ψυχραιμία και ευρωπαϊκή στρατηγική σκέψη, αντί για ανέξοδους λεονταρισμούς και εσωτερική κατανάλωση.
Το περιεχόμενο της Συμφωνίας
Η κοινή δήλωση περιλάμβανε βασικές αρχές, οι οποίες αποτέλεσαν και τη βάση κάθε σύγχρονης ευρωπαϊκής προσέγγισης:
-
Αποφυγή χρήσης βίας και δέσμευση για ειρηνική επίλυση διαφορών βάσει του Χάρτη του ΟΗΕ.
-
Σεβασμός της κυριαρχίας και των ζωτικών συμφερόντων κάθε χώρας.
-
Ενίσχυση των σχέσεων καλής γειτονίας και δέσμευση για μη κλιμάκωση της έντασης.
-
Διατήρηση του διαλόγου με βάση το διεθνές δίκαιο.
Το σημείο που δέχθηκε εντονότερη κριτική ήταν η αναφορά σε «σεβασμό των ζωτικών συμφερόντων και των νόμιμων ενδιαφερόντων» της Τουρκίας στο Αιγαίο. Για την κεντροαριστερά και την τότε κυβέρνηση, η αναφορά αυτή δεν συνεπαγόταν αποδοχή τουρκικών διεκδικήσεων, αλλά μια ευρωπαϊκού τύπου προσέγγιση, όπου τα συμφέροντα των κρατών δεν αποκλείουν τον διάλογο και τη συνεννόηση.
Από την κρίση στην ευθύνη – Τι πέτυχε η Μαδρίτη
Η Συμφωνία της Μαδρίτης δεν έλυσε τις ελληνοτουρκικές διαφορές, αλλά πέτυχε κάτι καθοριστικό:
-
Αποσυμφόρησε το κλίμα στρατιωτικής έντασης στο Αιγαίο,
-
Επανέφερε τις δύο χώρες σε κανόνες διεθνούς συμπεριφοράς,
-
Και κυρίως, εγκαθίδρυσε έναν θεσμικό διάλογο, που λειτούργησε αποτρεπτικά για νέα θερμά επεισόδια.
Για την ελληνική πλευρά, η συμφωνία ήταν η απαρχή μιας συνολικής στρατηγικής που αργότερα οδήγησε στο Ελσίνκι (1999) και στην αναγνώριση της Τουρκίας ως υποψήφιας προς ένταξη χώρα, υπό την προϋπόθεση σεβασμού των αρχών του διεθνούς δικαίου και της επίλυσης των διαφορών με την Ελλάδα.
Η παρακαταθήκη Σημίτη και η σημερινή σημασία
Η Μαδρίτη αποτέλεσε μια πράξη ευρωπαϊκής ευθύνης, όχι αδυναμίας. Ο Κώστας Σημίτης, με τη θεσμική ψυχραιμία που τον χαρακτήριζε, δεν επέλεξε τον εύκολο δρόμο των συνθημάτων, αλλά την προώθηση του εθνικού συμφέροντος μέσα από συμμαχίες, κανόνες και διεθνή νομιμότητα. Η Ελλάδα της Μαδρίτης δεν ήταν μια χώρα που υποχωρούσε, αλλά μια χώρα που συνδιαμόρφωνε την ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η Συμφωνία της Μαδρίτης σήμερα, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, παραμένει σημείο αναφοράς: για το πώς ένας πρωθυπουργός μπορεί να υπηρετεί την πατρίδα χωρίς τυμπανοκρουσίες, για το πώς μια χώρα μπορεί να επιλέγει τη δύναμη του δικαίου αντί του δικαίου του ισχυρού, και για το πώς η κεντροαριστερά μπορεί να υπηρετεί τον πατριωτισμό χωρίς κραυγές.