Σε λίγες μέρες, στις 11 Σεπτεμβρίου, τα σχολεία θα ανοίξουν. Θα χτυπήσουν κουδούνια, θα γεμίσουν αυλές, θα σηκωθούν σημαίες. Μόνο που σε 714 σχολεία σε όλη τη χώρα δεν θα χτυπήσει τίποτα. Ούτε κουδούνι, ούτε καμπάνα, ούτε καν τα νεύρα του διπλανού επειδή δεν έβρισκε θέση για πάρκινγκ.
•Του Δημήτρη Δραγώγια
Γιατί αυτά τα σχολεία δεν έχουν μαθητές.
Κάθε χρόνο, περίπου 700 σχολικές μονάδες βάζουν λουκέτο λόγω έλλειψης παιδιών. Δεν μιλάμε πια για το γραφικό νησάκι με έναν μαθητή και τον ήρωα-δάσκαλο. Μιλάμε για κανονικά σχολεία που σβήνουν από τον χάρτη, ακόμη και στην Αττική. Το 2025-2026 στην πρωτεύουσα κλείνουν 77 σχολικές μονάδες.
Ναι, εκεί που θεωρητικά οι πολυκατοικίες ξεβράζουν οικογένειες όπως τα φανάρια ξεβράζουν κορναρίσματα.
Από το 2018 μέχρι φέτος «χάθηκαν» 111.000 παιδιά μόνο στα δημοτικά. Σαν να εξαφανίστηκε από τον μαθητικό χάρτη όλη η Πάτρα μαζί με τις σχολικές τσάντες της. Και κάθε χρονιά «χάνεται» άλλο ένα τμήμα. Όχι μεταφορικά. Κυριολεκτικά. Σαν να κλείνεις το φως σιγά-σιγά σε μια αίθουσα μέχρι να μείνει σκοτάδι.
Οι κυβερνήσεις τι κάνουν; Ό,τι πάντα: συσκέψεις, εξαγγελίες, PowerPoint με τίτλους «Εθνικό Σχέδιο για το Δημογραφικό». Και μετά, σιωπή. Το μόνο που θυμάται κανείς είναι κάτι μπόνους γέννας των 2.000 ευρώ, λες και το παιδί είναι σαν κινητό: το παίρνεις με επιδότηση. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο απλή: αν οι μισθοί παραμένουν στα 800 ευρώ, αν η στέγη είναι άπιαστο όνειρο, αν οι παιδικοί σταθμοί είναι σαν το Ελ Ντοράντο, ποιος θα τολμήσει να κάνει παιδιά;
Το αποτέλεσμα το βλέπουμε: χωριά που αδειάζουν, σχολεία που κλείνουν, οικογένειες που αναγκάζονται να στέλνουν τα παιδιά σε σχολείο 80 χιλιόμετρα μακριά. Σαν να πηγαίνεις Θεσσαλονίκη-Κατερίνη για να κάνεις Γλώσσα και Μαθηματικά. Ή αλλιώς, να μετακομίσεις οικογενειακώς στην πόλη για να έχεις σχολείο. Δηλαδή: το κράτος φροντίζει μεθοδικά για την ερημοποίηση της υπαίθρου.
Και δεν είναι μόνο η αριθμητική. Είναι και η ψυχολογία. Ένα σχολείο που κλείνει δεν είναι απλώς ένα κτήριο με λουκέτο. Είναι μια κοινότητα που χάνει το κέντρο της, ένα χωριό που σβήνει, μια αυλή που γεμίζει αγριόχορτα αντί για παιδικές φωνές. Είναι σαν να σου λέει η Πολιτεία: «Δεν έχεις πια μέλλον εδώ. Μετακόμισε».
Κάποιοι βέβαια υποστηρίζουν ότι είναι καλύτερο τα παιδιά να συγκεντρώνονται σε μεγαλύτερες δομές, με περισσότερους δασκάλους και σύγχρονες υποδομές. Ναι, αλλά τότε να βάλουμε και το κόστος στο τραπέζι: ποιος πληρώνει τη μετακίνηση; ποιος χάνει τον χρόνο; ποιος μαθαίνει να ζει μακριά από τη γειτονιά του; Και κυρίως: γιατί να δεχόμαστε ως «φυσιολογικό» ότι η ύπαιθρος θα πεθάνει;
Το δημογραφικό είναι το μεγαλύτερο «λουκέτο» στη χώρα. Όλα τα άλλα —μεταρρυθμίσεις, πράσινες μεταβάσεις, ψηφιακοί μετασχηματισμοί— είναι μισές κουβέντες αν δεν έχεις νέες γενιές να τις ζήσουν. Και όμως, δεκαετίες τώρα, το αντιμετωπίζουμε σαν εκείνο το μάθημα στο σχολείο που δεν άνοιξες ποτέ το βιβλίο, αλλά πάντα έλπιζες να πέσει κάτι εύκολο στις εξετάσεις.
Στις 11 Σεπτεμβρίου, λοιπόν, ας μην πανηγυρίσουμε μόνο για την «έναρξη της σχολικής χρονιάς». Ας θυμηθούμε και τα κουδούνια που δεν θα χτυπήσουν, τις αίθουσες που θα μείνουν άδειες, τα χωριά που θα σιγήσουν.
Γιατί αν συνεχίσουμε έτσι, σε λίγα χρόνια δεν θα χρειάζεται να μιλάμε για «μείωση τμημάτων». Θα κάνουμε εκπαιδευτικό τουρισμό: θα δείχνουμε σε ξένους επισκέπτες ένα παλιό κτίριο και θα λέμε «αυτό εδώ ήταν κάποτε σχολείο. Είχε 20 παιδιά. Έκλεισε γιατί γεννήθηκαν μόνο δύο».
Μέχρι τότε, ας χτυπήσει το κουδούνι όπως μπορεί. Γιατί μάλλον χτυπάει όχι για τα παιδιά, αλλά για μας.
Διαβάστε επίσης:
Η… άλλη ΔΕΘ: Οι εκδηλώσεις και οι συναυλίες – Το αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη