Η παραδοσιακή Κεντροαριστερά μεγάλωσε με έναν σαφή χάρτη εχθρών: η Δεξιά ήταν το εμπόδιο, η ακροδεξιά ήταν η απειλή, κι «εμείς» – οι «προοδευτικοί» – ήμασταν το ανάχωμα.
Γράφει ο Δημήτρης Δραγώγιας
Η καλή πλευρά της Ιστορίας, με λίγο Καστοριάδη, λίγο Δίκαιο, και πολλή δημοκρατική ευπρέπεια. Ξέραμε τι πολεμάμε. Είχαμε σημαίες, συνθήματα, και – έστω και μεταρρυθμισμένα – πάθη.
Και μετά ήρθε η… απάθεια.
Όχι του Βενιζέλου – αυτός, ούτως ή άλλως, δεν απουσιάζει ποτέ. Αλλά εκείνη η υφέρπουσα, αμείλικτη κόπωση που κάνει ακόμη και τον πιο ταγμένο κεντροαριστερό να αναρωτιέται:
«Αν δεν ασχολούνται ούτε οι “πρώην” του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε οι “νέοι” του ΠΑΣΟΚ – γιατί να ασχοληθώ εγώ;»
Η Νέα Δημοκρατία, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη πιο πολύ CEO παρά Πρωθυπουργό, πουλάει διαχείριση και σταθερότητα. Έχει δίπλα του τον Σκέρτσο, τον Χρυσοχοΐδη, τον Πιερρακάκη ― ανθρώπους που μπορούν να μιλούν για governance εν μέσω φωτιάς και να φαίνονται… καθησυχαστικοί.
Και απέναντι;
Ο Νίκος Ανδρουλάκης μιλά για “προοδευτική κυβέρνηση”, αλλά με το ύφος του συντονιστή σε συνέδριο για την πράσινη ανάπτυξη. Μοιάζει να περιμένει την κατάρρευση των άλλων αντί να διεκδικήσει το momentum. Η παρουσία του έχει το προφίλ του μελετημένου ευρωπαίου σοσιαλδημοκράτη – αλλά χωρίς τις συνθήκες της Ευρώπης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αναστηλωθεί μετά τις διαδοχικές αποχωρήσεις και τα σχίσματα – σαν πολυκατοικία που έμεινε χωρίς ένοικους αλλά συνεχίζει να πληρώνει κοινόχρηστα. Ο Σωκράτης Φάμελλος προσπαθεί να κρατήσει μια θεσμική ισορροπία, με το ύφος ευσυνείδητου υποδιευθυντή λυκείου που ξέρει τους κανονισμούς αλλά κανείς δεν τον ακούει στο προαύλιο. Είναι ο άνθρωπος που κρατάει το κόμμα σε λειτουργία, ενώ όλοι ψάχνουν το Wi-Fi του Instagram για να ανεβάσουν τα reels του Προέδρου. Ο Στέφανος Κασσελάκης επιμένει σε μια γραμμή προεδρικού μεταμοντερνισμού, όπου η πολιτική ταυτίζεται με την εικόνα, το πρόγραμμα με το story και η ηγεσία με το concept του “πρωταγωνιστή” σε επεισόδιο Netflix.
Και πίσω από όλα αυτά, σαν σιωπηλό μοτίβο σε soundtrack προσμονής, αιωρείται το ενδεχόμενο της επιστροφής του Αλέξη Τσίπρα. Όχι ως αρχηγού ― προς το παρόν ― αλλά ως μεσσιανικής φιγούρας, ενός «από μηχανής Αλέξη» που θα δώσει ξανά στο κόμμα ταυτότητα, αφήγημα, και κυρίως… λόγο ύπαρξης.
Γιατί χωρίς τον Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει με καράβι που έφυγε από την Αριστερά, αλλά δεν έχει φτάσει πουθενά.
Η ακροδεξιά δεν χρειάζεται καν να φωνάζει. Η ΝΙΚΗ κινείται οργανωμένα σε εθνικιστικούς θύλακες, η Ελληνική Λύση παίζει το παιχνίδι της γραφικότητας με συστηματική ψαριά στις λαϊκές γειτονιές, και ο χώρος δεξιά της Δεξιάς συνεχίζει να υπάρχει – όχι επειδή έχει αφήγημα, αλλά επειδή κανείς δεν του αντιτάσσει κάτι πειστικό.
Η Κεντροαριστερά, όσο κρύβεται πίσω από “θεσμικότητα”, δεν τολμά να πει τίποτα ξεκάθαρο. Δεν ξέρει καν αν μπορεί να φτιάξει ένα κοινό μέτωπο. Άλλοι ζητούν προγραμματική σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ, άλλοι προσεύχονται να διαλυθεί.
Η μεγάλη ήττα δεν είναι στα εκλογικά ποσοστά. Είναι στην άρνηση του κόσμου να συγκινηθεί. Οι ψηφοφόροι της Κεντροαριστεράς – από τη Νέα Σμύρνη μέχρι τα Γιαννιτσά – δεν νιώθουν πια ότι υπάρχει λόγος να προσπαθήσουν. Ψηφίζουν από συνήθεια, από nostalgia, ή… καθόλου.
Η νέα γενιά δεν περιμένει τίποτα. Δεν πείθεται από κανέναν. Δεν έχει ελπίδα αλλά ούτε και οργή. Και αυτό είναι το πιο ανησυχητικό: η απάθεια έγινε νέα κανονικότητα.
Αν η Κεντροαριστερά θέλει να επιβιώσει ως κάτι παραπάνω από κόμμα υψηλού πολιτισμικού επιπέδου, πρέπει να επιλέξει με σαφήνεια:
- Θα χτυπήσει τη Δεξιά ως καθεστώς ή θα συνεχίσει να κάνει “κριτική σε τόνο μέτζο”;
- Θα καταγγείλει την ακροδεξιά ως απειλή ή θα την αντιμετωπίζει σαν γραφικό φαινόμενο;
- Θα προσπαθήσει να μιλήσει στην απάθεια, ή θα συνεχίσει να την κατηγορεί σιωπηλά;
Γιατί εχθρός δεν είναι μόνο αυτός που σε αντιμάχεται. Είναι κι αυτός που δεν σε ακούει, δεν σε βλέπει και – κυρίως – δεν σε θυμάται.