Η Ελλάδα αναπτύσσεται. Ή τουλάχιστον έτσι μας λένε. Στα δελτία Τύπου, στις ομιλίες, στα διαγράμματα που δείχνουν ανοδικά βελάκια – λες και η ζωή μετριέται με PowerPoint.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2025 η Ελλάδα καταγράφει το απόλυτο ευρωπαϊκό ρεκόρ: 43% του πληθυσμού έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές. Και δεν πρόκειται για επιχειρηματικά ρίσκα, ή επενδυτικά χαρτοφυλάκια αλλά για απλές, καθημερινές υποχρεώσεις. Φόρους, λογαριασμούς, ασφάλιστρα, τέλη κυκλοφορίας για αυτοκίνητα που αξίζουν λιγότερο απ’ το χαρτί των τελών τους.
Η δεύτερη στη λίστα είναι η Βουλγαρία, με 19%. Η τρίτη, η Ρουμανία, με 15%.
Η Ελλάδα, όμως, παίζει σε άλλη κατηγορία. Της απελπισίας.
Είναι κοινωνικό σύμπτωμα. Ζούμε σε μια χώρα που έχει μάθει να μετρά αριθμούς, όχι ανθρώπους. Πίσω από κάθε “success story” κρύβεται ένα οικιακό δράμα με απλήρωτο ρεύμα. Πίσω από κάθε “μεταρρύθμιση” κρύβεται ένας ακόμη μικρομεσαίος που τα παράτησε. Η πολιτική υπερηφάνεια της κυβέρνησης για την «ανάπτυξη για όλους» μοιάζει με εκείνα τα πλαστικά λουλούδια που στο σκοτάδι δείχνουν ωραία – μέχρι να ξημερώσει και να καταλάβεις ότι δεν μυρίζουν τίποτα.
Το οικονομικό άγχος έχει γίνει εθνικό φαινόμενο. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι τελευταία μεταξύ 35+ χωρών στον δείκτη “οικονομικού στρες”.
Δεν χρειάζεται να είσαι οικονομολόγος για να το καταλάβεις – αρκεί να έχεις σταθεί μπροστά σε ΑΤΜ στις 28 του μήνα.
Οι άνθρωποι 25–55 ετών, οι νέες οικογένειες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι εργαζόμενοι που κρατούν ζωντανή την οικονομία, γονατίζουν. Η παραγωγική τάξη δεν παράγει πια πλούτο – παράγει χρέη. Κι αντί να φύγει στο εξωτερικό, μεταναστεύει εντός συνόρων: από την αξιοπρέπεια στην επιβίωση.
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει γιατί οι δείκτες βελτιώνονται. Μόνο που οι δείκτες δεν πάνε στο σούπερ μάρκετ. Η υπερφορολόγηση στραγγαλίζει την εργασία.
Το ακατάσχετο παραμένει στα 1.250 ευρώ, σαν να μην πέρασε μια δεκαετία από την κρίση. Τα τέλη κυκλοφορίας είναι προσβολή στη λογική: 690 ευρώ για δεκαπεντάχρονα αυτοκίνητα. Η αγορά ηλεκτρικού ή υβριδικού αυτοκινήτου απαιτεί 30.000 ευρώ.
Η καθημερινότητα, δηλαδή, απαιτεί… θαύμα.
Κι έτσι, ο μέσος πολίτης ζει με το άγχος του “πόσα μένουν στο τέλος του μήνα”, ενώ η κυβέρνηση ζει με το άγχος του “πώς να το παρουσιάσουμε θετικά”.
Η φτώχεια, τα χρέη, η ανασφάλεια δεν είναι φυσικά φαινόμενα.
Είναι αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων. Όταν επιμένεις σε μια οικονομία που τιμωρεί την παραγωγή και επιδοτεί την απάθεια, όταν βλέπεις τη μεσαία τάξη ως στατιστική ανωμαλία και όχι ως ραχοκοκαλιά, όταν αφήνεις τις τράπεζες να λειτουργούν χωρίς κανένα φρένο, το αποτέλεσμα είναι αυτό: μια χώρα σε οικονομική κόπωση και ψυχολογική εξάντληση.
Η Ελλάδα δεν χρωστάει μόνο σε δανειστές, αλλά στους πολίτες της. Στους ανθρώπους που προσπαθούν, που πληρώνουν, που ζουν στο όριο και ακούνε ότι “η οικονομία πάει καλά”.
Ανάπτυξη δεν είναι να μειώνεις το δημόσιο χρέος. Είναι να αυξάνεις το ποσοστό ελπίδας στην κοινωνία.
Κι όσο αυτό μένει στο μηδέν, όσο η πραγματικότητα ντύνεται με ψεύτικα success stories, θα μεγαλώνει το πιο επικίνδυνο χρέος: το χρέος προς τον ίδιο τον λαό.
Γιατί οι Έλληνες μπορεί να μην έχουν πια λεφτά, αλλά έχουν μνήμη. Και κάποτε, αυτή η μνήμη θα κάνει ταμείο.
Διαβάστε επίσης:
Tελεσίγραφο Τραμπ σε Ζελένσκι: Ή αποδέχεσαι τους όρους της Ρωσίας ή έρχεται καταστροφή
Άγνωστος Στρατιώτης: Ξανάγραψαν τα ονόματα των θυμάτων των Τεμπών – Πλήθος κόσμου στο Σύνταγμα
Πώς «έπεσε» ο Λούβρος: Ένας ανελκυστήρας και 7 λεπτά για τη ληστεία του αιώνα (βίντεο)