Με αιχμηρό τόνο τοποθετήθηκε εχθές ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, μετά τις αποκαλύψεις για δύο επιστολές του πρώην προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ, Ευάγγελου Σημανδράκου, προς το Μέγαρο Μαξίμου.
του Ανδρέα Μπεγλερή
«Η σημερινή αποκάλυψη κατεβάζει οριστικά την παράσταση “ανήξερος Πρωθυπουργός” με πρωταγωνιστή τον κ. Μητσοτάκη», δήλωσε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι οι επιστολές αυτές αποδεικνύουν πως το πρωθυπουργικό περιβάλλον ήταν ενήμερο για το «πάρτι διαφθοράς» σε έναν Οργανισμό που διαχειρίζεται ετησίως 3 δισ. ευρώ.
Ο κ. Ανδρουλάκης προειδοποίησε ότι το κόστος για τη χώρα ενδέχεται να φτάσει έως και το 1 δισ. ευρώ σε πρόστιμα, ενώ έκανε λόγο για «πανευρωπαϊκό διασυρμό» και για σοβαρές επιπτώσεις στον πρωτογενή τομέα σε μια κρίσιμη συγκυρία.
Η παρέμβαση αυτή του Νίκου Ανδρουλάκη εχθές δείχνει ότι το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί μια θεσμική αντεπίθεση με επίκεντρο τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Από το Συντονιστικό Πολιτικό Κέντρο του κόμματος μέχρι τις δημόσιες δηλώσεις, διαμορφώνεται μια σαφής στρατηγική: να συνδεθεί το σκάνδαλο όχι μόνο με την κακοδιαχείριση, αλλά με το ίδιο το μοντέλο διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Μια εικόνα διάλυσης πίσω από τα «επιτελικά» κουστούμια
Πέντε υπουργοί Αγροτικής Ανάπτυξης και έξι πρόεδροι στον ΟΠΕΚΕΠΕ μέσα σε έξι χρόνια. Κι όμως, ούτε σχέδιο, ούτε λογοδοσία, ούτε αποτέλεσμα. Αντιθέτως, μια χαοτική εναλλαγή προσώπων και αποφάσεων, με μόνο κοινό παρονομαστή τη διατήρηση του πελατειακού δικτύου και την πλήρη απουσία σοβαρής διοίκησης.
Για το ΠΑΣΟΚ, η αποτυχία αυτή δεν είναι σύμπτωμα – είναι σύστημα. Και αυτό επιχειρεί να αποδείξει: ότι πίσω από το βιτρίνα του «επιτελικού κράτους» κρύβεται μια βαθιά κουλτούρα ατιμωρησίας, ρουσφετιού και σκοπιμότητας. Στη λογική αυτή, το κόμμα δεν εστιάζει μόνο στους αριθμούς, αλλά στο πολιτικό αφήγημα: αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνώριζε από το 2023 την ύπαρξη των «αμαρτωλών» ΑΦΜ, γιατί δεν έγινε τίποτα; Και αν δεν γνώριζε, τότε ποιος κυβερνούσε;
Οργανωμένη πίεση σε τρία μέτωπα
Η στρατηγική του ΠΑΣΟΚ χτίζεται μέρα τη μέρα στη βάση των αποκαλύψεων. Στο εσωτερικό του κόμματος έχει ήδη πραγματοποιηθεί αναλυτική ενημέρωση για την εξέλιξη της υπόθεσης από το 2017 έως σήμερα, με βάση τον φάκελο που έχει συγκροτηθεί. Οι κινήσεις κατανέμονται σε τρία μέτωπα:
- Πρώτον, κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις με στόχο να διερευνηθούν οι ποινικές ευθύνες πρώην υπουργών και να μην υπάρξει παραγραφή.
- Δεύτερον, περιοδείες στελεχών ανά την Ελλάδα με αιχμή τον αγροτικό τομέα, που πλήττεται άμεσα από τις παρατυπίες και την κακοδιαχείριση.
- Τρίτον, διαμόρφωση πολιτικού αφηγήματος με επίκεντρο τη λογοδοσία και την ανάγκη θεσμικής επανεκκίνησης.
Αυτό που επιδιώκει το ΠΑΣΟΚ δεν είναι απλώς να καταγγείλει, αλλά να ορίσει το διακύβευμα: είτε η χώρα θα αλλάξει σελίδα είτε η διαφθορά θα γίνει κανονικότητα. Και σύμφωνα με τη γραμμή που χαράσσεται στη Χαριλάου Τρικούπη, η μόνη ασφαλής έξοδος από αυτή την κρίση είναι οι εκλογές και η πολιτική αλλαγή.
Μεθοδικότητα και προκλήσεις
Το στοιχείο που ξεχωρίζει στη στρατηγική του ΠΑΣΟΚ είναι ότι, πέρα από την πίεση σε υπουργούς και διοικήσεις, βάζει πλέον στο τραπέζι και το ζήτημα της προσωπικής πολιτικής ευθύνης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το ερώτημα «πότε ενημερώθηκε το Μέγαρο Μαξίμου;» δεν είναι τεχνικό· είναι βαθιά πολιτικό – ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι έχει ανοίξει το θέμα των εκλογών στην ανακοίνωση του Συντονιστικού Πολιτικού Κέντρου. Διότι αν ο πιο στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού είχε γνώση του σκανδάλου από το 2023, όπως προκύπτει από τα σχετικά σημειώματα, τότε δύο πράγματα ισχύουν: είτε ο πρωθυπουργός είχε ενημερωθεί και δεν αντέδρασε, είτε δεν είχε ενημερωθεί για μια υπόθεση τέτοιας σοβαρότητας – πράγμα εξίσου προβληματικό.
Το ΠΑΣΟΚ πλέον το λέει ανοιχτά με σαφή στόχευση: το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι απλώς η διοικητική ανεπάρκεια, αλλά η πολιτική επιλογή της σιωπής και της συγκάλυψης στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Και αυτή η επιλογή συνδέεται, ευθέως, με τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Όσο αποφεύγεται η καθαρή απάντηση, τόσο η πολιτική ευθύνη παγιώνεται — όχι ως εικασία, αλλά ως λογική συνέπεια.
Με αυτό τον τρόπο, στη Χαριλάου Τρικούπη επιχειρούν να μετατρέψουν την αδράνεια του Μαξίμου σε πολιτική ενοχή. Και αν η ροή των στοιχείων που έρχονται στο φως συνεχιστεί – όπως αναμένεται -, τότε η πίεση αυτή θα ενταθεί ακόμα περισσότερο.