Υπάρχει πάντα μια αμηχανία κάθε 17η Νοέμβρη. Σαν να συναντάς έναν παλιό συμμαθητή που σε ξέρει καλύτερα απ’ όσο θα ήθελες, κι εσύ να του χρωστάς ακόμη εκείνο το δανεικό τετράδιο Ιστορίας. Η επέτειος του Πολυτεχνείου λειτουργεί ακριβώς έτσι: όχι ως μια νοσταλγική καρτ ποστάλ μιας γενιάς που μεγάλωσε, αλλά ως μια συνεχής υπενθύμιση ότι η ελληνική κοινωνία δεν τα πήγε πάντα όπως ήλπιζε όταν άρχισε να σπρώχνει εκείνη την πύλη.
Γιατί, αν είμαστε ειλικρινείς, η δημοκρατία μας πέρασε κι αυτή τη… φάση της “μεταεφηβείας”: λίγο κεντροαριστερή διάθεση, λίγη παραίτηση, λίγη υπεροψία και αρκετή δόση αυτοσαμποτάζ. Από τη μια, οι μύθοι του Πολυτεχνείου εργαλειοποιήθηκαν μέχρι τελικής πτώσης· από την άλλη, η απαξίωση αντικατέστησε την ουσιαστική κριτική, όπως ο φτηνός καφές αντικαθιστά έναν καλό ελληνικό όταν βιάζεσαι.
Και κάπου ανάμεσα σε αυτά, εμείς. Μια κοινωνία που αγαπά να υμνεί το παρελθόν όταν νιώθει κουρασμένη από το παρόν. Μόνο που το Πολυτεχνείο δεν ήταν ποτέ μια όμορφη ανάμνηση για αφίσες. Ήταν μια πράξη. Ένα “ως εδώ” με πολιτικό νόημα, ταξική ρίζα, και ένα μείγμα αυθορμητισμού και οργάνωσης που καμία σχολική γιορτή δεν μπορεί να χωρέσει σε PowerPoint.
Στην πραγματικότητα, η μεγαλύτερη προδοσία απέναντι στο Πολυτεχνείο δεν ήταν ούτε τα σπασμένα πανό, ούτε τα στερεοτυπικά συνθήματα. Ήταν ότι σταματήσαμε να το συζητάμε ως κάτι ζωντανό. Το αφήσαμε να γίνει ηθικό τατουάζ: πονάει μόνο όταν το ακουμπάς και προσποιείσαι πως δεν πονάει.
Ίσως, λοιπόν, φέτος να κάνουμε κάτι ριζοσπαστικότερο από τις συνήθεις τελετουργίες: να κάνουμε αυτοκριτική. Να αναρωτηθούμε πού πήγε το αίτημα για ισότητα, αξιοπρέπεια, δικαιώματα. Να παραδεχτούμε ότι η δημοκρατία μας έγινε πολλές φορές κουρασμένη διαχειρίστρια ενός μεγάλου γραφείου αντί για ενεργή χειραφετητική δύναμη. Και να δεχτούμε ότι η κεντροαριστερά αυτού του τόπου – από ιστορική ευθύνη και όχι από σύνδρομο ανωτερότητας – οφείλει να θυμάται πως η εξέγερση δεν ήταν ποτέ “περιουσία” κανενός. Ήταν υπόσχεση για όλους.
Ναι, μπορούμε να γελάσουμε με τον εαυτό μας. Με τα χρόνια που κάναμε πως δεν βλέπουμε ότι η γενιά του ’73 γερνούσε, ενώ εμείς παλεύαμε να “προλάβουμε το μετρό”. Με τις παρελάσεις ιδεών που ξεκινούσαν από το Πολυτεχνείο και κατέληγαν σε έναν καναπέ. Με τα μεγάλα λόγια που χωρούσαν σε μεγάλα τραπεζώματα και μικρές αποφάσεις.
Αλλά, μέσα στη φλεγματική αυτή διάθεση, υπάρχει και η σοβαρή πλευρά της ιστορίας: καμία επέτειος δεν έχει σημασία αν δεν μας αλλάζει λίγο. Αν δεν μας κάνει να ντρεπόμαστε για όσα ανεχόμαστε και να εμπνεόμαστε για όσα μπορούμε να διορθώσουμε.
Και εδώ, στο Nonpapers.gr, αν κάτι αξίζει να ειπωθεί σήμερα, είναι αυτό:
Το Πολυτεχνείο δεν ζητάει προσκύνημα, αλλά συνέχεια. Ζητάει πολιτική εντιμότητα, κοινωνικό θάρρος, καθαρές κουβέντες. Ζητάει να ξαναθυμηθούμε πως η δημοκρατία δεν είναι δεδομένη, ούτε “καλοκουρδισμένο σύστημα”, αλλά υπόθεση καθημερινής συμμετοχής.
Έτσι, ας κρατήσουμε το μόνο πραγματικό μήνυμα αυτής της ημέρας:
Κάθε γενιά έχει το δικό της Πολυτεχνείο και αλίμονο σε εκείνη που δεν το ψάχνει. Γιατί η ελευθερία δεν κληρονομείται. Κερδίζεται. Ξανά και ξανά.











