Όταν τον Οκτώβριο του 1981 το ΠΑΣΟΚ κέρδιζε τις εκλογές, είχαν περάσει μόλις 7 χρόνια από την πτώση της Χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η οποία ακόμα έμοιαζε εύθραυστη. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο άνθρωπος που είχε ανέλθει στην εξουσία με το σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», γνώριζε καλά ότι το φάντασμα του στρατού δεν είχε ακόμα εξαφανιστεί.
Οι φόβοι του για πιθανές «κινήσεις» στο στράτευμα δεν ήταν θεωρητικοί. Από τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το Μέγαρο Μαξίμου είχε θέσει σε εφαρμογή ένα άτυπο σχέδιο ελέγχου του στρατεύματος, με ασκήσεις ετοιμότητας και εκκαθαρίσεις ανώτατων αξιωματικών.
Οι «ασκήσεις» αυτές, ωστόσο, έμοιαζαν περισσότερο με πολιτικο-στρατιωτικές επιχειρήσεις νεύρων παρά με απλές δοκιμές ετοιμότητας. Ο στόχος ήταν σαφής: να δοκιμαστεί η πίστη του στρατού στη νέα πολιτική ηγεσία και να σταλεί μήνυμα ότι η εποχή των πραξικοπημάτων είχε περάσει – ή, τουλάχιστον, έτσι ήθελε ο Παπανδρέου να πιστέψει η χώρα.
Η πρώτη νύχτα συναγερμού
Η πρώτη μεγάλη κινητοποίηση έγινε τη νύχτα της 1ης Ιουνίου 1982. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, από το σπίτι του υφυπουργού Άμυνας Αντώνη Δροσογιάννη, δόθηκε σήμα «γενικής επιφυλακής» στον στρατό και στα σώματα ασφαλείας. Ο Παπανδρέου εγκατέλειψε το Καστρί και κατευθύνθηκε στο Πεντάγωνο, όπου έμεινε όλη τη νύχτα.
Στο μεταξύ, το σπίτι του στο Καστρί είχε κυριολεκτικά περικυκλωθεί από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, ενώ ταγματάρχες εγκαταστάθηκαν ως «σύνδεσμοι» στην ΕΡΤ και τον ΟΤΕ. Επισήμως, επρόκειτο για άσκηση «αντιμετώπισης εξωτερικής απειλής». Ανεπισήμως, όμως, όλοι γνώριζαν ότι στόχος ήταν η προστασία του πολιτεύματος από «απροσδιόριστες εσωτερικές κινήσεις».
Το μήνυμα προς τις Ένοπλες Δυνάμεις ήταν ξεκάθαρο: η κυβέρνηση παρακολουθεί και δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να αμφισβητήσει τη δημοκρατία.
Η δεύτερη και πιο κρίσιμη νύχτα
Οκτώ μήνες αργότερα, το Σαββατοκύριακο της 26ης και 27ης Φεβρουαρίου 1983, η Ελλάδα ξαναβρέθηκε σε καθεστώς συναγερμού. Η κυβέρνηση είχε ήδη λάβει ένα απόρρητο σήμα από τον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα: υπήρχαν πληροφορίες για επικείμενη απόπειρα πραξικοπήματος το βράδυ της Κυριακής 27 Φεβρουαρίου.
Το μήνυμα ήταν σαφές: «Αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων θα επιχειρήσουν να καταλάβουν το Πεντάγωνο και να συλλάβουν τον Πρόεδρο και τον Πρωθυπουργό. Τανκς από την Αυλώνα θα υποστηρίξουν την προσπάθεια. Ο τέως βασιλιάς είναι κατά κάποιον τρόπο αναμεμειγμένος.»
Η χρονική συγκυρία δεν ήταν τυχαία. Μόλις λίγες μέρες νωρίτερα είχε ολοκληρωθεί η επίσκεψη του Σοβιετικού πρωθυπουργού Νικολάι Τιχόνοφ – η πρώτη επίσημη επίσκεψη Σοβιετικού ηγέτη στην Ελλάδα. Οι σχέσεις Αθήνας – Ουάσινγκτον βρίσκονταν στο ναδίρ, καθώς ο Παπανδρέου πίεζε για «ενοίκιο» ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων για τις αμερικανικές βάσεις.
Το Σαββατοκύριακο του συναγερμού
Το απόγευμα του Σαββάτου 26 Φεβρουαρίου τέθηκαν σε επιφυλακή τα σώματα ασφαλείας. Μέχρι τα μεσάνυχτα, το Πεντάγωνο γέμισε με υπουργούς: Προεδρίας, Εσωτερικών, Δημόσιας Τάξης, Εμπορικής Ναυτιλίας.
Ο υφυπουργός Άμυνας Παυσανίας Ζακολίκος αναχώρησε εσπευσμένα για τη Βόρεια Ελλάδα, για να επιθεωρήσει κρίσιμες μονάδες στη Θεσσαλονίκη, την Ξάνθη, την Αλεξανδρούπολη και την Ορεστιάδα.
Το πρωί της Κυριακής η «άσκηση» επεκτάθηκε στις Ένοπλες Δυνάμεις. Αξιωματικοί εγκαταστάθηκαν στην ΕΡΤ και τον ΟΤΕ, ενώ η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών μετέδιδε συνεχώς πληροφορίες για «κινήσεις» μονάδων. Ακολούθησε σειρά μαζικών αποστρατειών: 29 στρατηγοί, 52 ταξίαρχοι και πάνω από 100 συνταγματάρχες απομακρύνθηκαν. Το φιλοκυβερνητικό ρεπορτάζ μιλούσε για αποτροπή πραξικοπήματος. Τα διεθνή δίκτυα BBC, RTF και DW ανέφεραν ότι «στην Ελλάδα απετράπη στρατιωτικό πραξικόπημα». Επισήμως, όμως, όλα βαφτίστηκαν «άσκηση ετοιμότητας».
Η ψυχροπολεμική σκιά και οι πολιτικές αντιδράσεις
Το διήμερο εκείνο, η Αθήνα έμοιαζε να κρατά την αναπνοή της. Η κυβέρνηση κινητοποίησε όχι μόνο τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας, αλλά παράλληλα ειδοποίησε και τις ηγεσίες των κομμάτων της Αριστεράς.
Οι κομματικοί μηχανισμοί του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. κινητοποιήθηκαν άμεσα καταλαμβάνοντας κομβικές θέσεις σε κρατικές υπηρεσίες, προστατεύοντας τα γραφεία τους και περιφρουρώντας τα ΜΜΕ. Οι μνήμες άλλωστε από το πραξικόπημα του 1967 που έπιασε την Αριστερά «στον ύπνο» σε κάποιους ήταν ακόμα νωπές.
Η Νέα Δημοκρατία και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής αντέδρασαν οργισμένα. Ο Καραμανλής είχε συμβουλεύσει τον Παπανδρέου να μη δώσει «υπερβολική σημασία» στις πληροφορίες, όμως ο Πρωθυπουργός ακολούθησε το δικό του ένστικτο.
Μεγάλες διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις κατά του ξεσπάσματος «κινήματος». Πολλοί πάντως από τους επικριτές του Ανδρέα Παπανδρέου θεώρησαν πως στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ καμία απόπειρα πραξικοπήματος. Αντίθετα πίστευαν πως ο Πρωθυπουργός βρήκε αυτό τον εύσχημο τρόπο για να προχωρήσει στις «καρατομήσεις» που είχε στο μυαλό του για το στράτευμα.
Η τρίτη «άσκηση» και το τέλος της αγωνίας
Η τελευταία κινητοποίηση ήρθε στα τέλη του 1984, αυτή τη φορά θεσμικά, υπό το «Σχέδιο Ξενοκράτης». Ήταν η επισημοποίηση της εμπειρίας των δύο προηγούμενων ετών – και το τέλος μιας περιόδου που η Ελλάδα έζησε υπό τον φόβο της ανατροπής.
Ο Παπανδρέου είχε πλέον κατορθώσει να θέσει τον στρατό υπό πολιτικό έλεγχο. Είχαν προηγηθεί οι αποστρατείες των φιλοβασιλικών αξιωματικών, η αποστρατικοποίηση της ΥΕΝΕΔ (νόμος 1288/1982) και η δημιουργία του Γραφείου Ασφαλείας του Πρωθυπουργού (νόμος 1299/1982).
Διαβάστε επίσης:
Πιέζει το βερολίνο για συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα Safe
Τραμπ για Χαμάς: «Αν συνεχίσουν να σκοτώνουν κόσμο στη Γάζα, θα μπούμε και θα τους σκοτώσουμε»