Τις τελευταίες στιγμές πριν από την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος και για τους πρώτους ανθρώπους που άκουσαν τις τελικές αποφάσεις του μιλάει ο Αλέξης Τσίπρας στο απόσπασμα που δόθηκε στη δημοσιότητα σήμερα το απόγευμα από τον εκδοτικό οίκο Gutenberg.
«Ήταν δική μου απόφαση», λέει ο πρώην πρωθυπουργός και εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση, ανοίγοντας με την αφήγησή του τις κλειστές πόρτες των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς, όπως αποκαλούνταν πλέον εκείνη την εποχή η τρόικα των δανειστών της Ελλάδας.
Αναλυτικά το απόσπασμα από το βιβλίο του Τσίπρα:
«Το δημοψήφισμα ήταν δική μου απόφαση. Προσωπική, βαθιά επεξεργασμένη και ψυχικά δύσκολη. Το βασάνισα όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στην καρδιά μου. Ήταν μια απόφαση με λογική και με ευαισθησία. Δημοκρατική ευαισθησία.
Πρώτοι το έμαθαν οι πιο κοντινοί μου συνεργάτες. Τους είπα ξεκάθαρα: Το πρόβλημα είναι πολιτικό. Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε αυτά που μας ζητούσαν. Όχι γιατί δεν θέλαμε, αλλά γιατί αυτό που ζητούσαν ήταν η ταπείνωση του λαού και η πολιτική μας εξαφάνιση.
Η απόφαση δεν μου ήταν εύκολη. Δεν είμαι άνθρωπος που παίρνει βιαστικές αποφάσεις ή κάνει άλματα στο κενό. Το αντίθετο. Βασανίζω και βασανίζομαι για κάθε μου απόφαση.
Ζυγίζω την κάθε κίνηση. Υπολογίζω την κάθε λεπτομέρεια. Καμιά φορά περισσότερο από όσο χρειάζεται. Συνυπολόγισα λοιπόν τι θα ακολουθούσε: τις επιθέσεις, τις πιέσεις, την προσπάθεια αποδόμησης. Όχι μόνο σε μένα, κυρίως στη χώρα.
Ήξερα πως έπρεπε να περάσω μέσα από ναρκοπέδιο αν ήθελα να δώσω αίσιο τέλος στην Οδύσσεια αυτή της Ελλάδας. Να την οδηγήσω στην Ιθάκη της.
Εκείνο το απόγευμα της 25ης Ιουνίου, μέσα μού έκλεισε ο κύκλος της αναμονής. Ήρθε η ώρα, είπα.
Ζήτησα από τους συνεργάτες μου να συγκαλέσουν εκτάκτως, νωρίς το επόμενο πρωί, σύσκεψη της διαπραγματευτικής ομάδας και όλων των στελεχών της ελληνικής αποστολής στο ξενοδοχείο The Hotel, στον τελευταίο όροφο, στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η αντιπροσωπία μας.
Ήταν από τις πιο δύσκολες στιγμές της διαδρομής μου. Είχα την απόλυτη πεποίθηση ότι πράττω σωστά για έναν λαό που δεν μπορούσε να εξευτελίζεται από τον κάθε υπάλληλο των Βρυξελλών, τον κάθε τεχνοκράτη που πίστευε ότι η Ελλάδα συνιστά είδος πειραματόζωου.
Αλλά την ίδια στιγμή ήξερα ότι το κόστος αυτής της επιλογής θα ήταν βαρύ και ότι εγώ προσωπικά έπρεπε να είμαι έτοιμος να το σηκώσω.
Ξεκίνησε η σύσκεψη. Ζήτησα να φύγουν τα κινητά από την αίθουσα για τον κίνδυνο των υποκλοπών. “Προτείνω να πάμε για δημοψήφισμα. Δεν υπάρχει άλλη λύση”, τους είπα.
Και συνέχισα: “Δεν γίνεται η παραμικρή νύξη στο χρέος. Επιλέγουν αυτή τη στάση. Όχι επειδή πιστεύουν πως η πρότασή τους είναι μια λύση, αλλά επειδή θέλουν να μας τελειώσουν. Οπότε, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα. Και αφού μας έδωσαν ένα τελεσίγραφο, να θέσουμε το τελεσίγραφό τους στην κρίση του ελληνικού λαού”.
Τα λόγια μου πάγωσαν την αίθουσα. Έπεσε σιωπή. Ήταν εκείνη η σιωπή που δεν είναι αμηχανία, είναι βάρος.
Ύστερα άρχισαν τα πρώτα ερωτήματα. “Ποιος είναι ο στόχος μας;” με ρώτησαν.
“Ο στόχος”, συνέχισα, “είναι να κερδίσουμε το δημοψήφισμα, να αναγκαστούν υπό το βάρος της διεθνούς κοινής γνώμης να κάνουν πίσω και να επιστρέψουν στο τραπέζι με μία νέα πρόταση, βιώσιμη και λογική”.
Τους εξήγησα καθαρά: “Δεν έχουμε πλέον διαπραγματευτικά όπλα. Δεν μπορούμε να τους πιέσουμε. Το μόνο που μας απομένει είναι το ηθικό μας πλεονέκτημα. Η εικόνα μιας χώρας που αντί να υπογράψει την ταπείνωσή της ζητά από τον λαό της να αποφασίσει. Αυτό είναι το όπλο μας”.
Δεν είχαμε λεπτό για χάσιμο. Τα γεγονότα πλέον μας καταδίωκαν. Εκείνο το πρωινό ακολουθούσε η σύνοδος κορυφής στις Βρυξέλλες, ενώ εγώ συγκάλεσα εκτάκτως το ίδιο βράδυ το κυβερνητικό συμβούλιο στην Αθήνα με σκοπό τη λήψη απόφασης για την εξαγγελία του δημοψηφίσματος.
Ζούσα τότε σε έναν άλλον κόσμο, σκληρό, απαιτητικό, απομονωμένο. Τον κόσμο της διαπραγμάτευσης.
Ήμουν απορροφημένος πλήρως, λες και τίποτα άλλο δεν υπήρχε γύρω μου. Εκείνη τη μέρα είχε γενέθλια ο Ορφέας, ο μικρότερος γιος μου, αλλά το είχα ξεχάσει εντελώς.
Δεν σκέφτηκα ούτε ένα τηλεφώνημα, ούτε ένα “χρόνια πολλά”. Από το αεροπλάνο πήγα κατευθείαν στο Μαξίμου.
Η Μπέττυ, βλέποντας πως δεν απαντούσα στα τηλέφωνα, πέρασε από κει για να μου θυμίσει κάτι που δεν έπρεπε να ξεχαστεί.
Λίγο πριν ξεκινήσει η κρίσιμη συνεδρίαση του κυβερνητικού συμβουλίου και ενώ ήμουν στην αίθουσα συνεδριάσεων, άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε η Ελένη, η γραμματέας μου.
“Η Μπέττυ είναι απ’ έξω και θέλει να σου πει κάτι για μισό λεπτό”. Ήμουν κατηγορηματικός: “Όχι τώρα. Αργότερα. Κανείς δεν μπαίνει”. Ήμουν συγκεντρωμένος ή μάλλον εγκλωβισμένος στο φόβο να μη διαρρεύσει τίποτα πριν από την ανακοίνωση.
Από τη χαραμάδα της μισάνοικτης πόρτας την είδα να μου κάνει νόημα: “Μόνο μισό λεπτό”. Και εγώ επίμονα της έγνεφα: “Όχι. Φύγε”.
Τότε έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό σακουλάκι. Μέσα είχε τρία κεράκια γενεθλίων. Τα έβγαλε και τα σήκωσε ψηλά.
Δαγκώθηκα μέσα μου. Ένιωσα άσχημα. Είχα ξεχάσει μέσα σε όλο αυτό ακόμα και τα γενέθλια του παιδιού μου.»











