Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι εδώ και καιρό πλέον εξοργισμένος σχολιαστής ή υποψήφιος. Είναι Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, για δεύτερη φορά, μετά από μια εκλογική αναμέτρηση που επανέφερε με εντυπωσιακό τρόπο το όνομά του στο επίκεντρο της παγκόσμιας πολιτικής.
του Χρήστου Μυτιλινιού
Κι αυτή τη φορά, φαίνεται αποφασισμένος να κλείσει ανοιχτούς λογαριασμούς από την πρώτη του θητεία – και πρώτος στη λίστα του είναι ο Μπαράκ Ομπάμα.
Με φόντο τις πρόσφατες αποχαρακτηρίσεις εγγράφων και τις δηλώσεις της Τούλσι Γκάμπαρντ, σημερινής Διευθύντριας των Εθνικών Πληροφοριών υπό την κυβέρνηση Τραμπ, ο Λευκός Οίκος επαναφέρει μεθοδικά τη “φάρσα της ρωσικής σύμπραξης” στην ατζέντα, όχι ως απλό θέμα παραπληροφόρησης, αλλά ως κρατικά οργανωμένη προσπάθεια εκτροπής της εξουσίας το 2016–2017.
Το αφήγημα Τραμπ: Από την “προδοσία” στο θεσμικό ξεκαθάρισμα
Την περασμένη εβδομάδα, ο ίδιος ο Τραμπ κατηγόρησε ευθέως τον Ομπάμα για «προδοσία» μέσα από μια δημόσια τοποθέτηση στον Λευκό Οίκο, δηλώνοντας ότι ο πρώην πρόεδρος «ενορχήστρωσε μια προπαγανδιστική μηχανή για να σαμποτάρει τη νόμιμη μετάβαση εξουσίας το 2016–2017». Η δήλωση αυτή συνοδεύτηκε από τη δημοσιοποίηση προηγουμένως απόρρητης έκθεσης της CIA, με στοιχεία που –σύμφωνα με την κυβέρνηση Τραμπ– τεκμηριώνουν πολιτικοποίηση των πληροφοριών στα τέλη της προεδρίας Ομπάμα.
Η “ακραία” γλώσσα του Τραμπ, η οποία παραδοσιακά προκαλεί χλευασμό στους πολιτικούς του αντιπάλους και αμηχανία σε διεθνές επίπεδο, δεν συνοδεύεται πλέον από αδυναμία παρέμβασης. Ο Τραμπ ελέγχει το σύστημα εξουσίας και η ομάδα του καλλιεργεί θεσμικά τις βάσεις για μια ενδεχόμενη νομική ή πολιτική επανεξέταση της περιόδου Ομπάμα–Μπάιντεν.
Η αξιολόγηση ICA και το αποτύπωμα των υπηρεσιών επί Ομπάμα
Βασικό πεδίο αντιπαράθεσης είναι η αξιολόγηση των μυστικών υπηρεσιών (ICA) του Δεκεμβρίου 2016, σύμφωνα με την οποία η Ρωσία είχε παρέμβει για να ευνοήσει τον Τραμπ στις εκλογές. Η σημερινή διοίκηση της CIA, υπό τον Τζον Ράτκλιφ, υπογραμμίζει ότι η εν λόγω έκθεση καταρτίστηκε βιαστικά, βασίστηκε σε επιλεκτικά στοιχεία και παραγνώρισε επιφυλάξεις υπηρεσιών όπως η NSA.
Επιπλέον, επιβεβαιώνεται ότι η αξιολόγηση ενσωμάτωνε παραρτήματα του φακέλου Στιλ, με ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς κατά του Τραμπ, παρά τις ενστάσεις αναλυτών των υπηρεσιών. Σύμφωνα με τη νέα επανεξέταση, ο τότε διευθυντής της CIA, Τζον Μπρέναν, απέκλεισε εσωτερικές διαφωνίες και παρουσίασε την «εκτίμηση υψηλής εμπιστοσύνης» ως ομοφωνία, ενώ στην πραγματικότητα η υποστήριξη ήταν απλώς “μέτρια”.
Ο στόχος: Αποδόμηση του Ομπάμα και ηγεμονία αφήγησης
Η κυβέρνηση Τραμπ –και ευρύτερα το επιτελείο των Ρεπουμπλικανών– δεν στοχεύει σε ποινικές διώξεις, καθώς τα περισσότερα αδικήματα έχουν παραγραφεί ή δεν συνδέονται με προσωπική ποινική ευθύνη του Ομπάμα. Στόχος είναι η πολιτική αποδόμηση του πρώην Προέδρου και των συμβόλων της εποχής του, όπως ο Τζέιμς Κόμεϊ (FBI) και ο Τζον Μπρέναν (CIA).
Η αφήγηση που χτίζεται είναι ότι ο Τραμπ δεν κυβερνούσε πλήρως από το 2017, αλλά λειτουργούσε σε ένα τοξικό σύστημα που τον υπονόμευε εκ των έσω, από παρακρατικές δομές και πρόθυμους αξιωματούχους της προηγούμενης διοίκησης. Με άλλα λόγια, η «επανεκλογή» του είναι και μια αποστολή αποκατάστασης.
Ποιοι ωφελούνται από την αποδόμηση Ομπάμα – Το εκλογικό σχέδιο 2026–2028
Το μήνυμα είναι σαφές: ο Ομπάμα δεν είναι απλώς πρώην Πρόεδρος, αλλά διαρκές σύμβολο μιας τάξης πραγμάτων που ο Τραμπ και οι υποστηρικτές του θέλουν να ξηλώσουν. Η αποδόμησή του εξυπηρετεί την ανατροφοδότηση του “αντισυστήματος” αφηγήματος, προετοιμάζει το έδαφος για τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026, και λειτουργεί ως πολιτική άμυνα απέναντι στη δυναστεία των Μπάιντεν–Ομπάμα–Χάρις, που πολλοί φοβούνται ότι θα επανεμφανιστεί.
Παράλληλα, στη διεθνή σκακιέρα, η επαναφορά της συζήτησης περί παραπλανητικών εκτιμήσεων για τη Ρωσία δίνει επιχειρήματα στην τρέχουσα πολιτική της Ουάσινγκτον, που επιχειρεί αναπροσδιορισμό της στάσης απέναντι στο Κρεμλίνο.
Αν ο Μπαράκ Ομπάμα “πέσει”, έστω πολιτικά και ηθικά, το πλήγμα για το Δημοκρατικό Κόμμα ενδέχεται να είναι ανεπανόρθωτο. Η μετεξέλιξη του κόμματος την τελευταία δεκαπενταετία — από την εποχή της Χίλαρι Κλίντον έως τον σημερινό Τζο Μπάιντεν — φέρει σχεδόν ολοκληρωτικά τη σφραγίδα του Ομπάμα: στη ρητορική, στη στρατηγική των κοινωνικών διεκδικήσεων, στον ψηφιακό ακτιβισμό, στη συγκρότηση των δημογραφικών μπλοκ στήριξης. Αν η αξιοπιστία του καταρρεύσει, δεν θα πληγεί μόνο ένα πρόσωπο, αλλά ολόκληρο το αφήγημα της “νέας Αμερικής” που προσπάθησαν να εκπροσωπήσουν οι Δημοκρατικοί από το 2008 και μετά. Σε ένα τέτοιο σενάριο, το κόμμα κινδυνεύει να χάσει τη νομιμοποιητική του βάση και να εισέλθει σε υπαρξιακή κρίση ταυτότητας, χωρίς εναλλακτικό ηγετικό συμβολισμό.
Από τη ρεβάνς στην επαναδιαπραγμάτευση της αλήθειας
Στη νέα εποχή Τραμπ, το παρελθόν δεν είναι απλώς αντικείμενο αποτίμησης – είναι όπλο. Η στοχοποίηση Ομπάμα δεν αφορά τόσο την απόδοση δικαιοσύνης, όσο την αλλαγή του αφηγήματος για την κρίσιμη τετραετία 2016–2020.
Ο Πρόεδρος Τραμπ δεν ζητά συγγνώμη. Αντίθετα, ζητά ιστορική δικαίωση. Και αν τα γεγονότα δεν προσφέρονται για ποινική επανόρθωση, προσφέρονται σίγουρα για πολιτική εκμετάλλευση. Η προεδρία του, σε αυτή τη δεύτερη πράξη, δεν στοχεύει μόνο στο μέλλον. Στοχεύει και στην εκδίκηση του παρελθόντος.