Σοβαρές αποκαλύψεις για την επιρροή ξένων κυβερνήσεων στην ακαδημαϊκή ελευθερία έρχονται στο φως, καθώς το Πανεπιστήμιο Sheffield Hallam συμμορφώθηκε με απαίτηση του Πεκίνου να διακόψει μια πρωτοποριακή έρευνα σχετικά με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα, όπως αποκαλύπτει ο Guardian.
Το Πανεπιστήμιο, όπου στεγάζεται το Κέντρο Διεθνούς Δικαιοσύνης Helena Kennedy (HKC), διέταξε τον Φεβρουάριο την κορυφαία καθηγήτρια Laura Murphy να σταματήσει την εργασία της που αφορούσε τις αλυσίδες εφοδιασμού και την καταναγκαστική εργασία των Ουιγούρων στην Κίνα. Η έρευνα της Murphy είχε χρησιμοποιηθεί ευρέως από δυτικές κυβερνήσεις και τον ΟΗΕ για τη διαμόρφωση πολιτικών κατά της καταναγκαστικής εργασίας.
Η Καθηγήτρια Murphy, της οποίας η εργασία είχε χαρακτηριστεί από το πανεπιστήμιο ως «πρωτοποριακή», δήλωσε ότι βρέθηκε αντιμέτωπη με μια «πραγματικά σοκαριστική» κατάσταση. Ενώ το Πανεπιστήμιο επικαλέστηκε αρχικά διοικητικά ζητήματα, νομικούς κινδύνους και ανησυχίες για την ασφάλεια του προσωπικού στην Κίνα, η ίδια υποστήριξε ότι περαιτέρω έρευνες υπέδειξαν πως το ίδρυμα «αντάλλασσε ρητά την ακαδημαϊκή [της] ελευθερία με την πρόσβαση στην αγορά των Κινέζων φοιτητών». Το Πανεπιστήμιο αρνείται ότι η απόφαση βασίστηκε σε εμπορικά συμφέροντα.
Ωστόσο, εσωτερικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είδε ο Guardian υποδηλώνουν ότι η διατήρηση των επιχειρηματικών σχέσεων στην Κίνα και η δημοσίευση της έρευνας του HKC είχαν γίνει «ασυμβίβαστες». Η πίεση εντάθηκε τον Απρίλιο του 2024, όταν το γραφείο του Πανεπιστημίου στο Πεκίνο επισκέφθηκαν τρεις αξιωματικοί κρατικής ασφάλειας, με τον τόνο τους να είναι «απειλητικός» και το μήνυμα για τη διακοπή της έρευνας να γίνεται σαφές.
Η οκτάμηνη διακοπή της έρευνας έληξε τον Οκτώβριο, όταν το Πανεπιστήμιο ήρε τους περιορισμούς και ζήτησε συγγνώμη από την Καθηγήτρια Murphy, μετά από απειλές για νομική δράση για παραβίαση της ακαδημαϊκής της ελευθερίας. Η Murphy ωστόσο δηλώνει ότι παραμένει «επιφυλακτική» σχετικά με τη μελλοντική υποστήριξη του ιδρύματος.
Εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου Sheffield Hallam δήλωσε ότι η αρχική απόφαση «βασίστηκε στην κατανόησή μας για ένα σύνθετο σύνολο συνθηκών συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας εξασφάλισης της απαραίτητης ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης» και διαβεβαίωσε για τη δέσμευσή του στην «προώθηση της ελευθερίας του λόγου και της ακαδημαϊκής ελευθερίας εντός του νόμου».
Η υπόθεση έχει προκαλέσει ευρύτερες αντιδράσεις. Ο James Murray, ειδικός σε θέματα ακαδημαϊκής ελευθερίας, χαρακτήρισε την απαγόρευση έρευνας λόγω αντιληπτού νομικού κινδύνου ως «μια άκρως ολέθρια πρακτική που αποτελεί σοβαρή απειλή για την ακαδημαϊκή ελευθερία». Επιπλέον, το Office for Students, η ρυθμιστική αρχή για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, τόνισε ότι «η καταστολή της έρευνας λόγω της αποδοκιμασίας μιας ξένης (ή εγχώριας) κυβέρνησης είναι απαράδεκτη σχεδόν σε οποιεσδήποτε συνθήκες».
Η βρετανική κυβέρνηση, διά εκπροσώπου της, ξεκαθάρισε ότι «οποιαδήποτε προσπάθεια ενός ξένου κράτους να εκφοβίσει, να παρενοχλήσει ή να βλάψει άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα γίνει ανεκτή» και ανέφερε τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέσω του Νόμου για την Εθνική Ασφάλεια.
Με πληροφορίες από The Guardian
Διαβάστε επίσης:
Νέα Patriot από τη Γερμανία στην Ουκρανία











