Η Ελλάδα του 2025 είναι ένας παράξενος τόπος. Πιο εύκολα βρίσκεις καφενείο με τάβλι παρά coworking space, πιο πιθανό να ακούσεις “πού είναι ο γιατρός μου;” από “πού είναι ο γκόμενός μου;” και πιο συχνά θα σε ρωτήσουν τι πίεση έχεις παρά τι όνειρα έχεις.
Γράφει ο Δημήτρης Δραγώγιας
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, οι 20άρηδες και οι 30άρηδες της χώρας αποτελούν πλέον κάτι μεταξύ προστατευόμενου είδους και αστικού μύθου. Κάποιοι λένε πως υπάρχουν, αλλά κανείς δεν τους βλέπει. Κυκλοφορούν σαν θρύλοι με μούσια, backpacks και μεταπτυχιακά που δεν εξαγοράζουν τίποτα εκτός από αϋπνία.
Ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 720.000 ψυχές από το 2008. Σαν να σβήστηκαν από τον χάρτη τρεις πόλεις σαν την Πάτρα – μόνο που αντί για πολυκατοικίες άδειασαν παιδικές χαρές, νηπιαγωγεία και φαντασιώσεις για φοιτητικά χρόνια. Οι νέοι είτε έφυγαν για Λονδίνο, Βερολίνο και Μασσαλία, είτε απλώς… δεν γεννήθηκαν ποτέ. Και ποιος να τους κατηγορήσει; Η Ελλάδα προσφέρει στους νέους τη στοργή ενός βιοπαλαιστή εργοδότη του 1960 και τις απολαβές μιας υπόσχεσης που δεν έγινε ποτέ συμβόλαιο.
Ας κάνουμε έναν γρήγορο απολογισμό:
- Η πιο ραγδαία μείωση πληθυσμού αφορά την ομάδα 30-44. Μείωση σχεδόν 683.000 ανθρώπων. Πρακτικά, εξαφανίστηκε μια ολόκληρη γενιά που, αντί να φέρει στον κόσμο παιδιά, έμαθε πώς να φεύγει από αυτόν νωρίτερα – από άγχος, burnout ή αδιέξοδα.
- Οι συνταξιούχοι αυξάνονται, το ασφαλιστικό σύστημα τρεμοπαίζει, και πλέον έχουμε 1,7 εργαζόμενο ανά συνταξιούχο. Αυτό, οικονομικά, είναι σαν να θες να σηκώσεις φορτηγό με μια τσάντα Ikea.
- Η υπογεννητικότητα δεν είναι καν πια πρόβλημα. Είναι τρόπος ζωής. Γιατί να κάνεις παιδί, όταν θες δύο μισθούς για το νοίκι, τρεις για τον παιδίατρο και τέσσερις για το φροντιστήριο;
- Οι αλλοδαποί φεύγουν, και οι πτυχιούχοι μένουν, υποαπασχολούμενοι και κουρασμένοι, σε μια χώρα που τους ζήτησε να σπουδάσουν και μετά τους ρώτησε αν ξέρουν delivery.
Η ευθύνη φυσικά δεν βαραίνει την κοινωνία που κάνει λιγότερα παιδιά – κανείς δεν κάνει παιδί για να “σώσει το ασφαλιστικό”. Η ευθύνη βαραίνει όσους κυβέρνησαν τις τελευταίες δεκαετίες με την ίδια ακαμψία που τσαλακώνει ένα ένσημο. Αντί για οραματικές πολιτικές πληθυσμιακής ενίσχυσης, είχαμε εθνικές στρατηγικές του τύπου “όποιος αντέξει”.
Πού ήταν η στήριξη στις εργαζόμενες μητέρες; Πού ήταν οι παιδικοί σταθμοί για όλους; Πού ήταν το real estate που να μη χρειάζεται προίκα και θαύμα; Πού ήταν οι δομές για το 1 στα 4 ζευγάρια που πλέον δυσκολεύεται να τεκνοποιήσει; Κάπου ανάμεσα σε ΚΕΚ, ΕΣΠΑ και πανηγυρικούς λόγους για τη “νέα αρχή”. Σαν να φτιάχνεις σάουντρακ για μια ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ.
Οικογενειακή πολιτική στην Ελλάδα σήμαινε “να σας ζήσουν” και καλή τύχη.
Αν θέλεις να το πούμε αλλιώς: Τι να τον κάνεις τον εθνικό κορμό, όταν του έχουν κοπεί τα κλαδιά;
Κι όμως, δεν είναι όλα χαμένα.
Όσο υπάρχουν ακόμη κάποιοι 20άρηδες και 30άρηδες – οι τελευταίοι των Μοϊκανών της αναπαραγωγικής ζώνης – δεν είναι αργά. Αρκεί να πάψουμε να τους φερόμαστε σαν να είναι προνομιούχοι που “δεν εκτιμούν όσα έχουν”, και να τους δούμε ως το μέλλον που ακόμα μπορεί να (ξε)γεννήσει.
Δεν χρειαζόμαστε άλλες μελέτες για το δημογραφικό. Χρειαζόμαστε μέτρα, φαντασία και επιτέλους μια χώρα που δε σε τιμωρεί επειδή είσαι νέος και δε σε εγκαταλείπει μόλις γεράσεις.
Γιατί το πρόβλημα δεν είναι πια μόνο δημογραφικό. Είναι υπαρξιακό. Είναι το ερώτημα αν μια κοινωνία χωρίς νεολαία αξίζει να λέγεται ζωντανή. Αν μια χώρα που γερνάει χωρίς να ωριμάζει, έχει θέση στο μέλλον. Αν ένα κράτος που δεν μπορεί να κρατήσει τους πιο ζωντανούς του ανθρώπους, δεν μοιάζει τελικά με κλινικά νεκρό οργανισμό που κρατιέται στην πρίζα του παρελθόντος.
Και ξέρεις κάτι; Δεν φταίνε οι νέοι που φεύγουν. Φταίνε εκείνοι που έκαναν τη φυγή να μοιάζει με μόνη επιλογή.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να φέρει περισσότερα παιδιά στον κόσμο. Χρειάζεται να φτιάξει έναν κόσμο που να αξίζει να μείνει κάποιος μέσα του.