Μπορεί να μην υπάρχει, αλλά μόνο η ιδέα του αρκεί για να τρομάξει από τα αριστερά μέχρι τα δεξιά: ένα υποθετικό 25% που χτίζεται πάνω στη μνήμη των Τεμπών και στη διάψευση της κανονικότητας
Του Δημήτρη Δραγώγια
Στην ελληνική πολιτική αρκεί μια ιδέα για να ταράξει συστήματα. Δεν χρειάζεται ούτε καταστατικό, ούτε γραφεία, ούτε κομματικό όργανο. Αρκεί ένα όνομα που συνοδεύεται από μια τραγωδία που παραμένει ανοιχτή πληγή. Κι έτσι, μόνο και μόνο η φημολογία για «κόμμα Καρυστιανού» αρκεί για να ιδρώσουν μέτωπα από τη Συγγρού μέχρι την Κουμουνδούρου.
Η Μαρία Καρυστιανού, πρόεδρος του Συλλόγου θυμάτων στα Τέμπη, δεν μασάει τα λόγια της: επαναλαμβάνει σε κάθε τόνο ότι η τραγωδία συγκαλύπτεται και ότι «μια χώρα χωρίς δικαιοσύνη, δεν έχει δημοκρατία». Σε ένα πολιτικό τοπίο που έχει εξαντληθεί στις υποσχέσεις, τις συνεντεύξεις Τύπου και τα επικοινωνιακά τρικ, αυτή η φράση ακούγεται σχεδόν σαν βόμβα. Γιατί είναι αφοπλιστική. Και γιατί κανένας δεν τολμά να την αμφισβητήσει χωρίς να εκτεθεί.
Κανείς δεν πιάνει το 25% της Καρυστιανού
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που οι δημοσκοπήσεις, όταν «παίζουν» με το υποθετικό σενάριο ενός κόμματος Καρυστιανού, το φέρνουν στο 25%. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε η Νέα Δημοκρατία έχουν να πουν κάτι αντίστοιχα καθαρό.
Και η κοινωνία, κουρασμένη από το να βλέπει τους ίδιους να εναλλάσσονται στην εξουσία και να μοιράζουν άλλοτε επιδόματα κι άλλοτε συγγνώμες, βρίσκει στο πρόσωπο μιας γυναίκας που κουβαλά την οδύνη του δυστυχήματος έναν λόγο που μοιάζει πιο πολιτικός από τους πολιτικούς.
Γι’ αυτό και τρομάζουν. Όχι επειδή η Καρυστιανού αύριο θα κατέβει στις εκλογές με συνδυασμούς και υποψηφίους – η ίδια άλλωστε διαψεύδει τα σενάρια, λέγοντας πως δεν είναι ώρα για κόμμα – αλλά γιατί η πιθανότητα και μόνο είναι η πιο ηχηρή απόδειξη της απαξίωσης. Ένα κόμμα που δεν υπάρχει καταγράφει 25%. Τι λέει αυτό για τα κόμματα που υπάρχουν;
Η ειρωνεία είναι πως η πολιτική μας τάξη έχει καταφέρει να καταστήσει το ανύπαρκτο πιο ελκυστικό από το υπαρκτό. Οι πολίτες προτιμούν να φαντασιώνονται ένα κόμμα γεννημένο μέσα από τον πόνο, παρά να εμπιστευτούν κόμματα που κυβερνούν δεκαετίες. Και αυτό δεν είναι απλώς «μήνυμα αγανάκτησης» – είναι καμπανάκι διάλυσης.
Το «κόμμα Καρυστιανού» μπορεί να μην ιδρυθεί ποτέ. Μπορεί να μείνει μύθος, φήμη, δημοσκοπικό τέχνασμα. Όμως το ότι αρκεί να το ψιθυρίσεις για να προκαλέσεις πανικό σε υπουργικά συμβούλια και κομματικές γραμματείες, δείχνει πως η πολιτική μας σκηνή έχει χάσει το πιο πολύτιμο κεφάλαιο: την εμπιστοσύνη.
Γιατί η πολιτική δεν φοβάται την Καρυστιανού ως αντίπαλο. Φοβάται αυτό που συμβολίζει: την υπενθύμιση ότι η Δημοκρατία δεν πεθαίνει από τις τανκς αλλά από τις συγκαλύψεις. Κι ότι η ατιμωρησία είναι πιο επικίνδυνη από την αντιπολίτευση.
Κι έτσι, ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα – το φάντασμα ενός κόμματος που δεν υπάρχει, αλλά ήδη στοιχειώνει τα υπαρκτά. Ένα κόμμα που δεν χρειάζεται χρηματοδότες, χορηγούς ή κομματικούς μηχανισμούς για να μετρήσει· του αρκεί η αλήθεια ενός τραύματος. Ένα κόμμα που δεν υπόσχεται επιδόματα αλλά δικαιοσύνη. Και μόνο γι’ αυτό, ακούγεται πιο «επικίνδυνο» και πιο αληθινό από όλα τα υπόλοιπα.
Ίσως λοιπόν το πολιτικό μας σύστημα να μην τρομάζει τόσο από την Καρυστιανού, όσο από το ότι για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες οι πολίτες ψιθυρίζουν: «Αυτό, ναι, θα το πίστευα». Κι αν η ίδια δεν θελήσει ποτέ να ιδρύσει κόμμα, η ιστορία μπορεί να γράψει ότι υπήρξε η γυναίκα που δίδαξε στην πολιτική ελίτ πως το μεγαλύτερο κεφάλαιο δεν είναι το ταμείο, αλλά το θάρρος να μιλάς όταν όλοι σιωπούν.
Γιατί το «κόμμα Καρυστιανού» μπορεί να μην υπάρχει στα χαρτιά· υπάρχει όμως ήδη στην καρδιά μιας κοινωνίας που κουράστηκε να ανέχεται. Και αυτό, καμία κάλπη δεν μπορεί να το αγνοήσει.