Ζούμε σε μια εποχή που η πολιτική φαινομενικά έχει διαλυθεί ανάμεσα σε κραυγές, τηλεοπτικά σόου και κακόγουστο θέατρο.
Γράφει ο Μίλτος Σακελλάρης
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, αναδύθηκε τα τελευταία χρόνια ένα νέο πρόσωπο του ακραίου λαϊκισμού. Μια φωνή που μιλάει με φανατισμό, καλυμμένη με τον μανδύα της «ηθικής ανωτερότητας», αλλά πίσω από τις λέξεις της, ξεπροβάλλει κάτι πολύ πιο σκοτεινό: ο σύγχρονος χρυσαυγιτισμός, μεταμφιεσμένος, όχι πια με στρατιωτικά ρούχα και μαυρισμένα μπράτσα, αλλά με νομικά επιχειρήματα και στόμφο επαναστατικής ( σ.σ. ή και όχι) καθαρότητας.
Δεν μιλάμε για ένα νέο φαινόμενο. Μιλάμε για την αναβίωση του αυταρχισμού, της μισαλλοδοξίας και του διχασμού, αυτή τη φορά υπό την επίφαση της νομιμότητας και της «δικαιοσύνης». Όταν κάποιος προσπαθεί να καταλάβει τον δημόσιο διάλογο όχι με επιχειρήματα, αλλά με καταγγελίες, ύβρεις, απειλές και μια υπερχειλίζουσα αίσθηση ότι όλοι οι άλλοι είναι ένοχοι εκτός από εκείνον, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με πολιτική. Έχουμε να κάνουμε με θρησκοληπτικό φανατισμό.
Η ακρότητα δεν είναι πια περιθώριο. Φοράει καποιες φορες ταγιέρ, άλλες κοστούμι, ανεβαίνει στο βήμα, χτυπάει το χέρι και απειλεί θεσμούς, πρόσωπα και κάθε έννοια πολιτικής συνεννόησης. Διακινεί θεωρίες συνωμοσίας. Ψευδείς ειδήσεις. Το παλιό τέρας της ακροδεξιάς έχει ντυθεί με νέο ρούχο, αλλά παραμένει ίδιο: βλέπει παντού προδότες, συνωμοσίες, προγραφές. Δε διστάζει να σπιλώσει συνειδήσεις, να φτύνει επί σκηνής θεσμούς, να απαιτεί υπακοή με τον φανατισμό ενός αυτοχρισμένου «καθαρού».
Η παλιά φασιστική ρητορική των «εχθρών του λαού» έχει πλέον προσαρμοστεί στα social media. Εκεί όπου το ύφος νικά την ουσία και η ατάκα γίνεται εργαλείο εξόντωσης. Και αυτό το ύφος, αυτό το μίσος, αναπαράγεται καθημερινά από ανθρώπους που υποκρίνονται ότι νοιάζονται για τη δημοκρατία, την ίδια ώρα που την υπονομεύουν με κάθε τους λέξη. Δήθεν νοιάζονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για την προστασία τους.
Πίσω από τις ακραίες φωνές, που δήθεν μάχονται για την αλήθεια, κρύβεται η ίδια απειλή που είδαμε να καταδικάζεται σε δικαστικές αίθουσες πριν λίγα χρόνια. Η ίδια ρητορική της στοχοποίησης, της τιμωρίας, της καταστροφής όσων δε συμφωνούν. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι το προσωπείο. Το δηλητήριο, όμως, είναι το ίδιο. Και εδώ, στο σήμερα δεν πρέπει να ξεγελαστούμε.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι απλώς ένα πρόσωπο, ούτε ένα κόμμα. Είναι μια αντίληψη του κόσμου: είτε είσαι μαζί τους είτε είσαι προδότης. Είτε συμφωνείς, είτε είσαι εχθρός. Δεν υπάρχει χώρος για διάλογο, ούτε για σκέψη. Μόνο πειθαρχία και πίστη. Σε τι; Σε μια δήθεν αλήθεια που αλλάζει ανάλογα με το ποιος βολεύει να στοχοποιηθεί κάθε φορά.
Η κοινωνία μας έχει πληρώσει ακριβά την ανοχή σε τέτοιες ρητορικές στο παρελθόν. Δεν πρέπει να ξανακάνουμε το ίδιο λάθος. Το νέο πρόσωπο του αυταρχισμού είναι πιο επικίνδυνο γιατί δεν κραυγάζει απαραίτητα με σβάστικες και εθνικιστικά σύμβολα. Μιλάει καποιες νομικά, φεμινιστικά, ηθικολογικά – αλλά ο πυρήνας της σκέψης είναι ίδιος: μια κοινωνία που βασίζεται στην ενοχή, στην τιμωρία, στην εξόντωση του άλλου. Άλλες φορές μιλάει ρατσιστικά, όποτε βολεύει, ή φιλορωσικα. Κλείνει το μάτι σε κάθε άκρο
Η ανοχή και η μετριοπάθεια, δεν είναι αδυναμίες. Είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας. Και απέναντι σε κάθε φωνή που χτίζει καριέρα πάνω στον διχασμό, οφείλουμε να είμαστε ξεκάθαροι: δε μας τρομάζουν οι απειλές, δε μας πείθουν τα σόου. Έχουμε δει το έργο ξανά και ξέρουμε πού οδηγεί. Ξέρουμε πού καταλήγει. Γνωρίζουμε πώς να το αντιμετωπίσουμε. Αν θέλουμε, μπορούμε.
Το τέρας άλλαξε πρόσωπο, άλλαξε λεξιλόγιο, άλλαξε ύφος. Αλλά παραμένει τέρας. Και όσο του δίνουμε βήμα, θρέφεται. Δεν πρέπει να επιστρέψουμε σε εποχές φόβου και σιωπής. Αν θέλουμε δημοκρατία, θα πρέπει να την υπερασπιστούμε πρώτα από αυτούς που τη διαστρεβλώνουν στο όνομά της.